ἀναμπλάκητος: Difference between revisions
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anamplakitos | |Transliteration C=anamplakitos | ||
|Beta Code=a)nampla/khtos | |Beta Code=a)nampla/khtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[unerring]], [[unfailing]], Κῆρες ἀνᾰπλάκητοι <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span> 472</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of a man, <b class="b2">without crime</b> or [[error]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>345</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span> 120</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:55, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A unerring, unfailing, Κῆρες ἀνᾰπλάκητοι S.OT 472 (lyr.). 2 of a man, without crime or error, A.Ag.345, S.Tr. 120.
German (Pape)
[Seite 198] nicht fehlend, nichtirrend, conj. Soph. Tr. 120, vgl. ἀναπλάκητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμπλάκητος: -ον, ὁ μὴ σφαλλόμενος, μὴ ἀποτυγχάνων, κῆρες ἀν., «ἀπλάνητοι, αἱ εἰς μηδὲν ἁμαρτάνουσαι, ἀλλὰ πάντων κρατοῦσαι» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 472, ἔνθα (κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου) ἤδη ἀναγινώσκεται ἀναπλάκητοι. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ 2) ὁ ἄνευ ἀμπλακήματος, ἀναμάρτητος, ἄπταιστος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 344, Σοφ. Τρ. 120.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 infaillible, qui ne s’égare pas;
2 innocent.
Étymologie: ἀ, ἀμπλακεῖν.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀναπλ- S.OT 472
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que no yerra o fracasa Κῆρες ἀναπλάκητοι los Hados implacables S.OT l.c., τις θεῶν αἰὲν ἀναμπλάκητον ᾍδα σφε δόμων ἐρύκει siempre hay algún dios que le libra de tropezar y caer en la mansión de Hades S.Tr.120.
2 que no desatina, que no causa ofensa c. dat. θεοῖς δ' ἀ. ... στρατός A.A.345.
Greek Monolingual
ἀναμπλάκητος, -ον (Α) ἀμπλακίσκω
1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί
2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος.
Greek Monotonic
ἀναμπλάκητος: ή ἀν-ᾰπλάκητος, -ον,
1. αλάνθαστος, μη εσφαλμένος, σε Σοφ.
2. λέγεται για άνθρωπο, αναμάρτητος, χωρίς πταίσμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμπλάκητος: (λᾰ)
1) не согрешивший, невиноватый (θεοῖς Aesch.);
2) безошибочно действующий, непогрешимый (Κῆρες Soph. - v. l. ἀναπλάκητος).
Middle Liddell
1. unerring, unfailing, Soph.
2. of a man, without error or crime, Aesch., Soph.