νεογιλός: Difference between revisions
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neogilos | |Transliteration C=neogilos | ||
|Beta Code=neogilo/s | |Beta Code=neogilo/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">new-born, young</b>, σκύλαξ <span class="bibl">Od.12.86</span>; βρέφος <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>12</span>, <span class="bibl">Theoc. 17.58</span>; ἔριφος <span class="bibl">Alciphr.1.27</span>; <b class="b3">ὀδοὺς ν</b>. one [[of the first set]] of teeth, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.199</span>; <b class="b3">βίου χρόνος ν</b>. life | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">new-born, young</b>, σκύλαξ <span class="bibl">Od.12.86</span>; βρέφος <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>12</span>, <span class="bibl">Theoc. 17.58</span>; ἔριφος <span class="bibl">Alciphr.1.27</span>; <b class="b3">ὀδοὺς ν</b>. one [[of the first set]] of teeth, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.199</span>; <b class="b3">βίου χρόνος ν</b>. life [[short as childhood]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Halc.</span>3</span>. (In Od. l.c. glossed <b class="b3">νεογνῆς,… νεωστὶ γεννηθείσης</b> by Hsch.; also <b class="b3">γάλακτι τρεφομένης</b> by Sch.Od.; spelling and etym. are doubtful, perh. cf. Lith. [[žindù]] 'suckle'.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:35, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A new-born, young, σκύλαξ Od.12.86; βρέφος Is.Fr.12, Theoc. 17.58; ἔριφος Alciphr.1.27; ὀδοὺς ν. one of the first set of teeth, Opp.C.1.199; βίου χρόνος ν. life short as childhood, Luc.Halc.3. (In Od. l.c. glossed νεογνῆς,… νεωστὶ γεννηθείσης by Hsch.; also γάλακτι τρεφομένης by Sch.Od.; spelling and etym. are doubtful, perh. cf. Lith. žindù 'suckle'.)
German (Pape)
[Seite 241] ή, όν, (von γάλα, γλάγος nach den Alten, = νεογλαγής, oder gar nach Eust. = νεόγονος), neugeboren, jung; Od. 12, 86; βρέφος, Theocr. 17, 58; βίου χρόνος, d. i. kurz, Luc. Halcyon. 3; ὀδούς, Milchzahn, Opp. Cyn. 1, 399; Poll. 2, 8 (wo früher νεογιλαῖος u. νεογιλής stand) citirt es auch aus Isae. u. verwirft es.
Greek (Liddell-Scott)
νεογῑλός: -ή, -όν, ὁ νεωστὶ γεννηθείς, γεογενής, γεογέννητος, σκύλαξ Ὀδ. Μ. 86· βρέφος Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 8, Θεόκρ. 17. 58· ὀδοὺς ν., πρωτοφυής, Ὀππ. Κυν. 1. 199· βίου χρόνος ν., βίος βραχὺς ὡς ἡ παιδικὴ ἡλικία, Λουκ. Ἀλκυὼν 3, ἔνθα ἴδε Hemst. (Οἱ γραμμ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ διὰ τοῦ νεογλαγής).
French (Bailly abrégé)
v. νεογιλλός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νεογιλός, -ή, -όν)
1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.)
2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ γλαγερὸν φορέουσι δέμας», Οππ.)
νεοελλ.
φρ. «νεογιλή οδοντοφυΐα» ή «νεογιλοί οδόντες» — η πρώτη προσωρινή οδοντοφυΐα τών διφυόδοντων σπονδυλοζώων
αρχ.
(για τη ζωή) αυτός που είναι σύντομος, βραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό νε(ο)- και β' συνθετικό πιθ. έναν αμάρτυρο τ. γιλός «μικρό παιδί», που μαρτυρείται στο μυκηναϊκό kira = γίλα «μικρή κόρη» (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Γίλος, Γιλίων, Γίλις και Γιλίς). Κατ' άλλη άποψη, το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. γίδλος και συνδέεται με λιθουαν. žindu «θηλάζω, βυζαίνω»].
Greek Monotonic
νεογῑλός: -ή, -όν, νεογέννητος, νεαρός, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
νεο-γῑλός, ή, όν
new-born, young, Od., Theocr. [deriv. uncertain]