σκευωρία: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skevoria
|Transliteration C=skevoria
|Beta Code=skeuwri/a
|Beta Code=skeuwri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[care of baggage]], etc., <span class="bibl">Poll.10.15</span>: generally, <b class="b2">great care, excessive care</b>, σ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>631b15</span>, etc.; <b class="b3">ἡ περὶ ταῦτα σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>718a33</span>; σ. γίγνεται περί τι <span class="bibl">Philem.61</span>; [[critical nicety]] or [[elaboration]], <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>25</span>; σ. διθυραμβική <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>29</span>; <b class="b3">τεχνική</b> ib.<span class="bibl">5</span>, cf. Phld.<span class="title">Rh.</span>1.65 S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[knavery]], [[intrigue]], <span class="bibl">D.55.2</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>25</span>, <span class="bibl"><span class="title">Dio</span> 30</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[care of baggage]], etc., <span class="bibl">Poll.10.15</span>: generally, [[great care]], [[excessive care]], σ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>631b15</span>, etc.; <b class="b3">ἡ περὶ ταῦτα σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>718a33</span>; σ. γίγνεται περί τι <span class="bibl">Philem.61</span>; [[critical nicety]] or [[elaboration]], <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>25</span>; σ. διθυραμβική <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>29</span>; <b class="b3">τεχνική</b> ib.<span class="bibl">5</span>, cf. Phld.<span class="title">Rh.</span>1.65 S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[knavery]], [[intrigue]], <span class="bibl">D.55.2</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>25</span>, <span class="bibl"><span class="title">Dio</span> 30</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:18, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευωρία Medium diacritics: σκευωρία Low diacritics: σκευωρία Capitals: ΣΚΕΥΩΡΙΑ
Transliteration A: skeuōría Transliteration B: skeuōria Transliteration C: skevoria Beta Code: skeuwri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A care of baggage, etc., Poll.10.15: generally, great care, excessive care, σ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς Arist.HA631b15, etc.; ἡ περὶ ταῦτα σ. Id.GA718a33; σ. γίγνεται περί τι Philem.61; critical nicety or elaboration, D.H. Comp.25; σ. διθυραμβική Id.Th.29; τεχνική ib.5, cf. Phld.Rh.1.65 S.    II knavery, intrigue, D.55.2, Plu.Lys.25, Dio 30.

German (Pape)

[Seite 894] ἡ, 1) Sorgfalt, Emsigkeit; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer Anschlag, List, Betrug, Tücke; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; κατά τινος, Plut. Dion. 30.

Greek (Liddell-Scott)

σκευωρία: ἡ, προσοχὴ ἢ φύλαξις τῶν σκευῶν, κτλ., Πολυδ. Ι΄ 15· ἀκολούθως, καθόλου, μεγάλη φροντίς, ὑπερβολικὴ μέριμνα, σκ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 3, κτλ.· ἡ περὶ ταῦτα σκευωρία ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3· σκ. γίγνεται περί τι Φιλήμ. ἐν «Παρεισιόντι» 2· λεπτότης κριτικὴ ἢ τεχνικὴ ἐπεξεργασία, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· σκ. ποιητικὴ ὁ αὐτ. π. Θουκ. 29· τεχνικὴ αὐτόθι 5. II. τέχνασμα, πανουργία, ῥᾳδιουργία, Δημ. 1272. 8, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 25, Διον. 30.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
maniement, mise en œuvre ; en mauv. part machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σκαιωρία Α σκευωρός
δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου της τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.)
αρχ.
1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών
2. πολύ μεγάλη φροντίδα, ιδιαίτερη μέριμνα
3. κριτική λεπτότητα ή τεχνική επεξεργασία
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια».

Greek Monotonic

σκευωρία: ἡ,
I. φροντίδα, επιμέλεια των αποσκευών· απ' όπου, γενικά, μεγάλη φροντίδα, υπερβολική φροντίδα, επαγρύπνηση, σε Αριστ.
II. τέχνασμα, δόλος, μηχανορραφία, απάτη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σκευωρία:
1) заботливое отношение (σκευωρίαν ποιεῖσθαι περί τινα Arst.);
2) происки, хитрость, коварство Dem.: σ. τοῦ πλάσματος Plut. хитрый обман.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευωρία -ας, ἡ [σκευωρέω] achterbaks gedrag, gemene streek:. σκευωρία κατὰ τῶν Συρακουσίων een valse streek tegen de Syracusanen Plut. Dion 30.5.

Middle Liddell

σκευωρία, ἡ,
I. attention to baggage: hence, generally, great care, excessive care, Arist.
II. fabrication, knavery, intrigue, Dem. [from σκευωρός