ἐμμεμαώς: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(1ab) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emmemaos | |Transliteration C=emmemaos | ||
|Beta Code=e)mmemaw/s | |Beta Code=e)mmemaw/s | ||
|Definition=υῖα, ός, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=υῖα, ός, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[in eager haste]], [[eager]], of persons, <span class="bibl">Il.5.142</span>,al., Plu.2.619e, etc.; of things, <b class="b3">ἠχή</b> (or <b class="b3">πέτρη</b>) <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>439</span>: later c. dat., ἐμμεμαὼς Βέβρυξι <span class="bibl">A.R.2.121</span>. (Cf. <b class="b3">Μάω, μέμονα</b>.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:50, 1 July 2020
English (LSJ)
υῖα, ός,
A in eager haste, eager, of persons, Il.5.142,al., Plu.2.619e, etc.; of things, ἠχή (or πέτρη) Hes.Sc.439: later c. dat., ἐμμεμαὼς Βέβρυξι A.R.2.121. (Cf. Μάω, μέμονα.)
German (Pape)
[Seite 808] (s. μέμαα), nur als partic., anstrebend, anstürmend, heftig, dem γλυκύθυμος u. ἀγανόφρων entgeggstzt, Il. 20, 467; vom Löwen, 5, 142; sp. D., ἐμμεμαὼς Βέβρυξιν Ap. Rh. 2, 121; von leblosen Dingen, ἠχή Hes. Sc. 439.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμεμαώς: -υῖα, -ός, προθυμούμενος, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ε. 142· ἐπὶ ἀνθρώπου, θρασύς, ἰταμός, Υ 467, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁρμητικός, ἡ δέ τε (ἡ πέτρη) ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα Ἡσ. Ἀσπ. 439· καὶ μεταγεν. μετὰ δοτ., ἐμμεμαὼς βέβρυξι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 121· πρβλ. *μάω, μέμονα.
French (Bailly abrégé)
αυῖα, αός;
ardent, impétueux, furieux.
Étymologie: ἐν, μέμαα.
English (Autenrieth)
υῖα, du. -ῶτε, pl. -ῶτες (μέμαα): eager, vehement.
Spanish (DGE)
-υῖα, -ός
enardecido, ansioso, furioso de pers. y asim. ἐς δίφρον ἔβαινε ... ἐμμεμαυῖα θεά Il.5.838, cf. 13.785, 20.284, Epic.Alex.Adesp.1.5, Q.S.2.292, Orph.L.85, c. dat. ἐ. Βέβρυξιν A.R.2.121, de anim. ὁ (λέων) ἐ. βαθέης ἐξάλλεται αὔλης Il.5.142, fig. de inanimados ἣ (πέτρη) δέ τε ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα la piedra (desprendida del monte) avanza furiosa con estrépito Hes.Sc.439, cf. Il.24.81 (var.).
Greek Monolingual
ἐμμεμαώς, -υῑα, -ός (Α)
1. σφοδρός, ορμητικός
2. (για πρόσ.) θρασύς, ιταμός.
Greek Monotonic
ἐμμεμαώς: -υῖα, -ός (ἐν, *μάω), σε βιασύνη, ένθερμος, ανυπόμονος, φλογερός, παθιασμένος, βιαστικός, φουριόζος, λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμεμαώς: αυῖα, αός неистовый, стремительный (λέων Hom.; πέτρη ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα Hes.).