φονικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φονικός]], ή, όν [[φόνος]]<br /><b class="num">I.</b> inclined to [[slay]], [[murderous]], [[bloody]], [[sanguinary]], Thuc., Plat.<br /><b class="num">II.</b> of [[murder]] or [[homicide]], φ. δίκαι trials for [[homicide]], Arist.; φ. νόμοι laws [[respecting]] [[homicide]], Dem.; τὰ φ. [[murderous]] acts, [[murder]], [[homicide]], Isocr.
|mdlsjtxt=[[φονικός]], ή, όν [[φόνος]]<br /><b class="num">I.</b> inclined to [[slay]], [[murderous]], [[bloody]], [[sanguinary]], Thuc., Plat.<br /><b class="num">II.</b> of [[murder]] or [[homicide]], φ. δίκαι trials for [[homicide]], Arist.; φ. νόμοι laws [[respecting]] [[homicide]], Dem.; τὰ φ. [[murderous]] acts, [[murder]], [[homicide]], Isocr.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[blood thirsty]]
}}
}}

Revision as of 13:50, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονικός Medium diacritics: φονικός Low diacritics: φονικός Capitals: ΦΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: phonikós Transliteration B: phonikos Transliteration C: fonikos Beta Code: foniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to slay, murderous, γένος -ώτατον Th.7.29, cf. Pl.Phdr.252c, D.S.18.33, J.BJ2.21.1 (Sup.), Ael.VH14.41 (Comp.), Hierocl. in CA11p.440M., etc.; φ. ἀδίκημα blood-guiltiness, Lycurg.52; τὸ φ. a murderous disposition, Ael.VH2.17, 6.8; οἱ -ώτατοι (sc. πυρετοί) most malignant, Hp.Judic.7. Adv. φον-κῶς Demetr.Lac.Herc.1014.37, Poll.6.192; πολεμεῖν Polyaen.4.3.30: Comp. -ώτερον J.BJ4.9.10; -ωτέρως Lyd. Ost.56.    II of murder or homicide, φ. δίκαι trials for homicide, Antipho 4.1.1, Arist.Pol.1275b10; φ. νόμοι laws respecting homicide, D.9.44, 21.43; φ. δικαστήριον Arist.Pol.1300b24; τὰ φ. murderous acts, homicides, Isoc.4.40, Arist.Pol.1269a1, 1274b24.

German (Pape)

[Seite 1298] 1) den Mord betreffend, sich auf den Mord beziehend; δίκαι Antiph. 4 α 1; περὶ τῶν φονικῶν ἐγκαλεῖν Isocr. 4, 40. – 2) zum Morde geneigt; Thuc. 7, 29; Plat. Phaedr. 252 c; γυνή Plut. Thes. 9; τὸ φονικόν Mordlust, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φονικός: -ή, -όν, (φόνος) ῥέπων πρὸς φόνον, αἱμοχαρής, αἱματηρός, γένος φονικώτατον Θουκ. 7. 29, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 252C, Διόδ. 18. 33, Αἰλ. κλπ.· φ. ἀδίκημα Λυκοῦργ. 154. 29· τὸ φονικόν, διάθεσις πρὸς φόνον, φονικὴ διάθεσις, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 17, κλπ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς φόνον ἢ ἀνθρωποκτονίαν, φ. δίκαι Ἀντιφῶν 125. 19, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10· φ. νόμοι, περὶ ἀνθρωποκτονίας πραγματευόμενοι, Δημ. 122. 13, 528. 6, κλπ.· φ. δικαστήριον Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 16, 2· τὰ φονικά, πράξεις φονικαί, δολοφονίαι, φόνοι, ἀνθρωποκτονίαι, Ἰσοκρ. 48C, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 20., 2. 12, 14· ὡσαύτως, τὸ φονικὸν αὐτόθι 4. 16, 2. ― Ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἴδε τὸ ἑπόμενον.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le meurtre, l’assassinat : φονικοὶ νόμοι DÉM lois concernant le meurtre ; τὰ φονικά ISOCR actes homicides;
2 porté au meurtre, sanguinaire, cruel ; τὸ φονικόν ÉL dispositions sanguinaires.
Étymologie: φόνος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φονικός, -ή, -όν, ΝΑ φόνος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φόνο ή στον φονιά
2. αυτός που επιφέρει θάνατο (α. «φονικό όπλο» β. «φονικὸν φάρμακον», Πολυδ.)
3. (το ουδ. ως ουσ., στην αρχ. στον πληθ.) το φονικό και τὰ φονικά
ο φόνος, οι φόνοι
αρχ.
1. επιρρεπής σε δολοφονίες, αιμοχαρής
2. το ουδ. ως ουσ. διάθεση για διάπραξη φόνου.
επίρρ...
φονικώς / φονικῶς, ΝΑ, και φονικά Ν
με φονικό τρόπο, με φόνο, με σκοτωμό.

Greek Monotonic

φονικός: -ή, -όν (φόνος
I. αυτός που ρέπει στο φόνο, δολοφονικός, αιμοβόρος, αιμοδιψής, σε Θουκ., Πλάτ.
II. αυτός που ανήκει σε φόνο ή σε ανθρωποκτονία, σε Δημ.· τὰ φονικά, δολοφονικές πράξεις, φόνοι, ανθρωποκτονίες, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

φονικός:
1) касающийся убийства (δίκαι Arst.; νόμοι Dem.);
2) любящий убивать, кровожадный (τὸ τῶν Θρᾳκῶν γένος Thuc.; Ἄρεος θεραπυταί Plat.; γυνή Plut.).

Middle Liddell

φονικός, ή, όν φόνος
I. inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary, Thuc., Plat.
II. of murder or homicide, φ. δίκαι trials for homicide, Arist.; φ. νόμοι laws respecting homicide, Dem.; τὰ φ. murderous acts, murder, homicide, Isocr.

English (Woodhouse)

blood thirsty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)