μονοήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monoimeros
|Transliteration C=monoimeros
|Beta Code=monoh/meros
|Beta Code=monoh/meros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μονήμερος]], [[in one day]], <span class="bibl">Batr.303</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[curing in one day]], of remedies, Gal.12.712, al., <span class="bibl">Aët.7.103</span>; [[requiring one day]], of alchemical operations, Zos. Alch.<span class="bibl">p.140</span> B. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">σκευὴ ἄγουσα</b> (sc. <b class="b3">δαίμονας</b>) μονοημέρους [[on the selfsame day]], PMag.Par.1.2442.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μονήμερος]], [[in one day]], <span class="bibl">Batr.303</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[curing in one day]], of remedies, Gal.12.712, al., <span class="bibl">Aët.7.103</span>; [[requiring one day]], of alchemical operations, Zos. Alch.<span class="bibl">p.140</span> B. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">σκευὴ ἄγουσα</b> (sc. [[δαίμονας]]) μονοημέρους [[on the selfsame day]], PMag.Par.1.2442.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:35, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοήμερος Medium diacritics: μονοήμερος Low diacritics: μονοήμερος Capitals: ΜΟΝΟΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: monoḗmeros Transliteration B: monoēmeros Transliteration C: monoimeros Beta Code: monoh/meros

English (LSJ)

ον,

   A = μονήμερος, in one day, Batr.303.    II curing in one day, of remedies, Gal.12.712, al., Aët.7.103; requiring one day, of alchemical operations, Zos. Alch.p.140 B.    III σκευὴ ἄγουσα (sc. δαίμονας) μονοημέρους on the selfsame day, PMag.Par.1.2442.

German (Pape)

[Seite 203] = μονήμερος, Batrach. 305.

Greek (Liddell-Scott)

μονοήμερος: -ον, = μονήμερος, Βατραχομ. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μονήμερος.
Étymologie: μόνος, ἡμέρα.

Greek Monolingual

και μονήμερος, -η, -ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας
αρχ.
1. αυτός που απαιτεί μία μέρα
2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα
3. (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει μέσα σε μία ημέρα
4. αυτός που εμφανίζεται ή δρα κάθε μέρα («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.).
επίρρ...
μονοημερίς και μονημερίς και μονήμερα
την ίδια μέρα, μέσα σε μία μέρα, αυθημερόν.

Greek Monotonic

μονοήμερος: -ον, αυτός που διαρκεί μόνο μία ημέρα, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

μονοήμερος: однодневный (πολέμου τελετή, v. l. πόλεμος Batr.).

Middle Liddell

μονο-ήμερος, ον
lasting one day only, Batr.