ἐπίμαχος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epimachos
|Transliteration C=epimachos
|Beta Code=e)pi/maxos
|Beta Code=e)pi/maxos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that may easily be attacked]], [[assailable]], of fortified places, opp. <b class="b3">ἄμαχος</b>, <span class="bibl">Hdt.1.84</span>; <b class="b3">ἐκ τῆς γῆς ἐ</b>. <span class="bibl">Th.4.31</span>, cf. <span class="bibl">35</span>; <b class="b3">τὰ -ώτατα</b> ib.<span class="bibl">4</span>; τῇ τὸ -ώτατον ἦν τοῦ χωρίου <span class="bibl">Hdt. 9.21</span>, cf.<span class="bibl">6.133</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. [[contended for]], [[contested]], <span class="bibl">Hld.8.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span>. [[equipped for battle]], Thom.Mag.<span class="bibl">p.113R.</span>; epith. of <b class="b3">Πλούτων</b>, <span class="title">GDI</span>3520 (Cnidus), cf.<span class="title">SIG</span>1014.61 (Erythrae, iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span>. [[ally]], [[helper]], <span class="bibl">Ph.1.659</span>, Hsch.; <b class="b3">ἐ. χωρία</b> [[impregnable]], <span class="bibl">Ph.2.383</span> (v.l. [[ἀπο-]]), cf. Hsch.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that may easily be attacked]], [[assailable]], of fortified places, opp. [[ἄμαχος]], <span class="bibl">Hdt.1.84</span>; <b class="b3">ἐκ τῆς γῆς ἐ</b>. <span class="bibl">Th.4.31</span>, cf. <span class="bibl">35</span>; <b class="b3">τὰ -ώτατα</b> ib.<span class="bibl">4</span>; τῇ τὸ -ώτατον ἦν τοῦ χωρίου <span class="bibl">Hdt. 9.21</span>, cf.<span class="bibl">6.133</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. [[contended for]], [[contested]], <span class="bibl">Hld.8.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span>. [[equipped for battle]], Thom.Mag.<span class="bibl">p.113R.</span>; epith. of [[Πλούτων]], <span class="title">GDI</span>3520 (Cnidus), cf.<span class="title">SIG</span>1014.61 (Erythrae, iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span>. [[ally]], [[helper]], <span class="bibl">Ph.1.659</span>, Hsch.; <b class="b3">ἐ. χωρία</b> [[impregnable]], <span class="bibl">Ph.2.383</span> (v.l. [[ἀπο-]]), cf. Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:05, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμᾰχος Medium diacritics: ἐπίμαχος Low diacritics: επίμαχος Capitals: ΕΠΙΜΑΧΟΣ
Transliteration A: epímachos Transliteration B: epimachos Transliteration C: epimachos Beta Code: e)pi/maxos

English (LSJ)

ον,

   A that may easily be attacked, assailable, of fortified places, opp. ἄμαχος, Hdt.1.84; ἐκ τῆς γῆς ἐ. Th.4.31, cf. 35; τὰ -ώτατα ib.4; τῇ τὸ -ώτατον ἦν τοῦ χωρίου Hdt. 9.21, cf.6.133, X.An.5.4.14.    II. contended for, contested, Hld.8.1.    III. equipped for battle, Thom.Mag.p.113R.; epith. of Πλούτων, GDI3520 (Cnidus), cf.SIG1014.61 (Erythrae, iii B.C.).    IV. ally, helper, Ph.1.659, Hsch.; ἐ. χωρία impregnable, Ph.2.383 (v.l. ἀπο-), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 960] 1) leicht anzugreifen, angreifbar, von einem Orte, der einen leichten Angriff gestattet, τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος, im Ggstz von ἄμαχος, Her. 1, 84, wie τῇ μάλιστα ἔσκε ἐπίμαχον τοῦ τείχους 6, 133; superl., 9, 21; ὃ ἦν ἔκ τε θαλάσσης ἀπόκρημνον καὶ ἐκ τῆς γῆς ἥκιστα ἐπίμαχον Thuc. 4, 31; Xen. Hell. 7, 1, 35 u. Sp. – 2) = σύμμαχος, Sp., wie Porphyr. – 3) kampffertig, Thom. Mag. – 4) worüber man kämpft, streitig, Hel. 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμᾰχος: -ον, (μάχομαι) ὃν δύναταί τις εὐκόλως νὰ προσβάλῃ, εὐπρόσβλητος, ἐπὶ ὠχυρωμένων θέσεων, ὡς τὸ ἐπιβατὸς καὶ ἐπίδρομος, ἀντίθετον τῷ ἄμαχος, Ἡρόδ. 1. 84· ἥκιστα ἐπίμαχον Θουκ. 4. 31, 35, κτλ. (ὁ Ἡσύχ. σφάλλεται λέγων: «ἐπίμαχον χωρίον· ὃ οὐ δύναταί τις προσιέναι μαχόμενος»· ἀλλὰ πιθαν. ἑρμηνεύων νὰ εἶχε κατὰ νοῦν τό τοῦ Θουκ. ἥκιστα ἐπίμαχον): - ἐπὶ χώρας ἐν γένει, εὐπρόσβληπτος, ᾗ τὸ ἐπιμαχώτατον ἦν τοῦ χωρίου Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 6. 133, Θουκ. 4, 4, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 14· «ἐπίμαχον χωρίον, ἐφ’ ᾧ δύναταί τις μάχην ἐπενεγκεῖν» Θωμ. Μ. 349. ΙΙ. παρεσκευασμένος εἰς μάχην, «ἐπίμαχον στράτευμα, τὸ ἐπιτήδειον μάχεσθαι» Θωμ. Μάγ. ἔνθ’ ἀνωτ., οὕτω δὲ καὶ Πλούτωνι ἐπιμάχῳ Ἐπιγρ. Κνιδ. Newton ’s Halic. ΙΙΙ. = περιμάχητος, διαφιλονεικούμενος, καὶ τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν Ἡλιόδ. 8, 1, ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται (τ. 2. σ. 374) «Ἡλιόδωρος δὲ ἐπίμαχον λέγει τὴν πόλιν τὰς Φίλας, σχεδόν τι ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ περιμάχητος, τουτέστι περὶ ἧς μάχῃ καὶ ἀμφισβήτησις ἦν ἀεί».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à attaquer, à prendre;
Sp. ἐπιμαχώτατος.
Étymologie: ἐπί, μάχη.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμαχος, -ον) επιμάχομαι
αυτός για την απόκτηση του οποίου γίνεται μάχη («τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν»)
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολλή συζήτηση, αμφισβητούμενος («επίμαχο ζήτημα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο επίμαχος
πτηνό της οικογένειας τών παραδεισίων με πολύ μακριά ουρά
αρχ.-μσν.
ο έτοιμος για μάχη, ο ετοιμοπόλεμος
αρχ.
1. ευπρόσβλητος, ευκολοκυρίευτος («τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος»)
2. απόρθητος
3. σύμμαχος, βοηθός.

Greek Monotonic

ἐπίμᾰχος: -ον (μάχομαι), ευκολοπολέμητος, ευπρόσβλητος στη μάχη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για χώρα, ευπρόσβλητη, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμᾰχος: воен. доступный для нападения, открытый для атаки (χωρίον Her., Xen.): ἐπίμαχον τοῦ τείχεος Her. наименее защищенные части стены; τὰ ἐπιμαχώτατα Thuc. наиболее уязвимые места.

Middle Liddell

ἐπί-μᾰχος, ον μάχομαι
easily attacked, assailable, Hdt., Thuc., etc.: of a country, open to attack, Thuc.

English (Woodhouse)

assailable, open to attack

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)