κάμπος: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kampos | |Transliteration C=kampos | ||
|Beta Code=ka/mpos | |Beta Code=ka/mpos | ||
|Definition=εος, τό, <span class="sense" | |Definition=εος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">a sea-monster</b>, Lyc.414. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[ἱπποδρόμος]] (Sicel), Hsch. καμπουλίρ· <b class="b3">ἐλαίας εἶδος</b> (Lacon.), Id. (<b class="b3">-ούληρ</b> cod.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:10, 10 December 2020
English (LSJ)
εος, τό, A a sea-monster, Lyc.414. II = ἱπποδρόμος (Sicel), Hsch. καμπουλίρ· ἐλαίας εἶδος (Lacon.), Id. (-ούληρ cod.).
German (Pape)
[Seite 1318] τό, ein großes Seethier, Haifisch, βρωθεὶς καμπέων γνάθοις Lycophr. 414, Schol. κητῶν. Vgl. κάμπη.
Greek (Liddell-Scott)
κάμπος: «ἰππόδρομος. Σικελοὶ» Ἡσύχ.
εος, τὸ θαλάσσιόν τι τέρας, Λυκόφρ. 414· πρβλ. ἱππόκαμπος.
Greek Monolingual
(I)
ο (AM κάμπος)
πεδιάδα, τόπος πεδινός
νεοελλ.-μσν.
μτφ. το βάθος ζωγραφικής παραστάσεως ή ζωγραφικού πίνακα, το φόντο
μσν.
1. τόπος ανοιχτός, ανοιχτωσιά («εἰς κάμπον ν' ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας», Χρον. Moρ.)
2. μτφ. βάση, στήριγμα («οἱ μαρτυρίες του... οὐδὲν ἔχουν κάμπον», Ασσίζ.)
3. ύπαιθρο, ύπαιθρος χώρα
4. ιδιόκτητη έκταση, ανοιχτός χώρος γύρω από ένα κτίσμα
5. ανοιχτή θάλασσα
6. πεδίο μάχης
7. παράταξη στρατευμάτων
8. φρ. «κατεβαίνω εἰς τὸν κάμπον» — κατεβαίνω στη μάχη
μσν.-αρχ.
χώρος στρατοπεδεύσεως, στρατόπεδο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Σικελούς) «ιππόδρομος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campus, -i «πεδιάδα»].
(II)
κάμπος, τὸ (Α)
μεγάλο θαλάσσιο ζώο, κήτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κάμπη (II)].
Russian (Dvoretsky)
κάμπος: ὁ (~ лат. campus) ристалище (из сикульского) (Тронский)