λύγισμα: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lygisma | |Transliteration C=lygisma | ||
|Beta Code=lu/gisma | |Beta Code=lu/gisma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[sprain]], Dsc.5.117; <b class="b3">λυγίσμασι· συγκάμμασι</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:21, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A sprain, Dsc.5.117; λυγίσμασι· συγκάμμασι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 67] τό, das Gewundene, Gekrümmte, Gedrehte, Sp. u. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
λύγισμα: [ῠ], τό, κάμψις, στροφή, Ἡσύχ.· - ἐπὶ περιπλόκου μουσικῆς, Γρηγ. Ναζ. - Κατὰ Σουΐδ.: «λύγισμα, αἰσχρὰ φωνή, βδελυρὸν ᾆσμα, ὃ λέγουσιν Ἀλεξανδρεῖς».
Greek Monolingual
το (AM λύγισμα, Μ και λύγισμαν) λυγίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λυγίζω, κύρτωση, κάμψη, καμπύλωση («λύγισμα της μέσης»)
2. εναλλαγή, τσάκισμα της φωνής στο τραγούδι
νεοελλ.
υποχώρηση σε δυσκολίες
νεοελλ.-μσν.
1. χαριτωμένη, φιλάρεσκη κίνηση του σώματος, ακκισμός, νάζι («με σείσμα και με λύγισμα τη σκάλα ν' ανεβαίνει» Πολίτ.)
2. (βυζ. μουσ.) ένα από τα σαράντα άφωνα σημεία ή τις μεγάλες υποστάσεις της αρχαίας σημειογραφίας της βυζαντινής μουσικής
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «λύγισμα αἰσχρά φωνή, βδελυρὸν ᾆσμα, ὃ λέγουσιν Ἀλεξανδρεῑς».