σπουδαστής: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(1b) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spoudastis | |Transliteration C=spoudastis | ||
|Beta Code=spoudasth/s | |Beta Code=spoudasth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense" | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">one who wishes well to another, supporter, partisan</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>54</span>, <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>26</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:42, 11 December 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who wishes well to another, supporter, partisan, Plu.Caes.54, Art.26.
German (Pape)
[Seite 925] ὁ, der Einem wohl will, Anhänger, Gönner, Plut. Artax. 26 Caes. 54.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιζητῶν τὸ καλὸν τοῦ ἄλλου, ὑποστηρικτής, φατριαστής, φίλος πολιτικός, θιασώτης, Λατιν. fautor, Πλουτ. Καῖσ. 54, Ἀρτοξ. 26.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
partisan ou défenseur de qqn.
Étymologie: σπουδάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. σπουδάστρια, Ν
νεοελλ.
1. άτομο και ιδίως νέος που σπουδάζει, που ασχολείται συστηματικά με την εκμάθηση κλάδου επιστήμης, τέχνης ή ξένης γλώσσας
2. φρ. «οι Σπουδασταί τών Γραφών» — χιλιαστική αίρεση η οποία ιδρύθηκε στην Αμερική με την ονομασία Διεθνής Σύλλογος τών Σπουδαστών της Γραφής
αρχ.
ο οπαδός, ο θιασώτης κάποιου («σπουδαστὰς ἔχει τῶν λόγων ἑκάτερος διὰ Καίσαρα καὶ Κάτωνα πολλούς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάζω. Το νεοελλ. σπουδάστρια μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Greek Monotonic
σπουδαστής: -οῦ, ὁ (σπουδάζω), αυτός που επιθυμεί το καλό του άλλου, υποστηρικτής, θιασώτης, οπαδός, Λατ. fautor, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπουδαστής -οῦ, ὁ [σπουδάζω] aanhanger, supporter.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαστής: οῦ ὁ приверженец, сторонник; доброжелатель Plut.
Middle Liddell
σπουδαστής, οῦ, ὁ, σπουδάζω
one who wishes well to another, a supporter, partisan, Lat. fautor, Plut.