τέμαχος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=temachos | |Transliteration C=temachos | ||
|Beta Code=te/maxos | |Beta Code=te/maxos | ||
|Definition=εος, τό, (<b class="b3">τεμᾰ-</b>, root of <b class="b3">τέμνω, τέτμημαι</b>) <span class="sense" | |Definition=εος, τό, (<b class="b3">τεμᾰ-</b>, root of <b class="b3">τέμνω, τέτμημαι</b>) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[slice of fish]] ([[τόμος]] being commonly employed of meat, cf. Phryn.13), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>41</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>283</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>894</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.28</span>, <span class="bibl">Alex.186.8</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>82.10</span> (iii B.C.), etc.; κεστρᾶν τεμάχη <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>339</span>; θύννου <span class="bibl">Ephipp.12</span> (anap.): later, generally, for [[slices of meat]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>14</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>1.21</span>, <span class="bibl">2.6</span>; of fruit, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.11</span>: sg. in collective sense, prob. in <span class="title">IPE</span>12.76.15 (Olbia, cf. <span class="title">Supp.Epigr.</span>3.587): metaph., <b class="b3">τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων</b> Aesch. ap. <span class="bibl">Ath.8.347e</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:30, 12 December 2020
English (LSJ)
εος, τό, (τεμᾰ-, root of τέμνω, τέτμημαι) A slice of fish (τόμος being commonly employed of meat, cf. Phryn.13), Hp.Aff.41, Ar.Eq.283, Pl.894, X.An.5.4.28, Alex.186.8, PCair.Zen.82.10 (iii B.C.), etc.; κεστρᾶν τεμάχη Ar.Nu.339; θύννου Ephipp.12 (anap.): later, generally, for slices of meat, Luc.Gall.14, Philostr.VA1.21, 2.6; of fruit, Paul.Aeg.7.11: sg. in collective sense, prob. in IPE12.76.15 (Olbia, cf. Supp.Epigr.3.587): metaph., τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων Aesch. ap. Ath.8.347e.
German (Pape)
[Seite 1090] εος, τό, ein abgeschnittenes od. abgehauenes Stück, bes. von großen eingesalzenen Meerfischen; Ar. Ach. 846 Equ. 283 Nubb. 338 u. öfter; χοίρων, Phryn. in B. A. 65; Xen. An. 5, 4, 26; oft bei Ath. Vgl. Lob. Phryn. 22.
Greek (Liddell-Scott)
τέμᾰχος: -εος, τό, (√ΤΕΜ, τέμνω) τεμάχιον τεταριχευμένου ἰχθύος· τὸμος δὲ ἐλέγετο συνήθως ἐπὶ κρέατος, Ἱππ. 526. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 283, Πλ. 894, Ξενοφ., κλπ.· κεστρᾶν τεμάχη Ἀριστοφ. Νεφ. 339· θύννου τεμάχη Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1·- ἀκολούθως καθόλου, ἐπὶ τεμαχίων κρέατος, Φιλόστρ. 27, 54, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14· μεταφορ., τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων Ἀθήν. 347Ε· ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 22.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 tranche de poisson salé;
2 tranche de salaison en gén., toute tranche d’aliment.
Étymologie: τέμνω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ
τεμάχιο
νεοελλ.
φρ. α) «ηπειρωτικά τεμάχη»
γεωλ. γεωλογικό σύμπλεγμα ηπειρωτικών διαστάσεων που απαντά μέσα σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων
β) «αλλόχθονα τεμάχη»
γεωλ. γεωλογικό άθροισμα μικρότερων διαστάσεων από τα ηπειρωτικά τεμάχη το οποίο απαντά μέσα σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων
αρχ.
1. (ιδίως) κομμάτι παστού ψαριού ή κρέατος
2. (και μτφ.) καρπός («τὰς αὑτοῡ τραγωδίας τεμάχη εἶναι ἔλεγε τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέμνω.
Greek Monotonic
τέμᾰχος: -εος, τό (τέμνω), κομμάτι παστωμένου ψαριού, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.· γενικά, κομμάτι κρέατος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τέμᾰχος: εος τό
1) кусок, ломтик (δελφίνων τεμάχη Xen.);
2) соленая рыба (κρέας καὶ τ. Arph.).
Middle Liddell
τέμᾰχος, ος, εος, τό, τέμνω
a slice of salt-fish, Ar., Xen., etc.: generally, a slice of meat, Luc.
Frisk Etymology German
τέμαχος: {témakhos}
See also: s. τέμνω.
Page 2,873