ὀβολός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ovolos
|Transliteration C=ovolos
|Beta Code=o)bolo/s
|Beta Code=o)bolo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[obol]], used both as a weight and coin, at Athens, = <span class="bibl">1</span>/<span class="bibl">6</span> of a [[δραχμή]], rather more than three halfpence, <span class="title">IG</span>12.140.5, al., freq. in <span class="bibl">Ar., <span class="title">Nu.</span>118</span>, al. ; [[πολὺ]] or <b class="b3">μικρὸν τοῦ ὀ</b>. a thing of which you get much or little for an obol, i. e. [[worthless]] or [[valuable]], <span class="bibl">Antiph.135</span>, <span class="bibl">Eup.185</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>945</span> ; <b class="b3">ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν</b> 'to sit in the cheap seats', <span class="bibl">D.18.28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as a weight, Gal.13.295, etc. (<b class="b3">ὀβολός, ὀβελός, ὀβελλός, ὀδελός</b> are different dialect forms of a word for 'spit' or 'nail', nails being used in early times as money, six of them making a handful (δραχμή), cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>17</span>.)</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[obol]], used both as a weight and coin, at Athens, = <span class="bibl">1</span>/<span class="bibl">6</span> of a [[δραχμή]], rather more than three halfpence, <span class="title">IG</span>12.140.5, al., freq. in <span class="bibl">Ar., <span class="title">Nu.</span>118</span>, al. ; [[πολὺ]] or <b class="b3">μικρὸν τοῦ ὀ</b>. a thing of which you get much or little for an obol, i. e. [[worthless]] or [[valuable]], <span class="bibl">Antiph.135</span>, <span class="bibl">Eup.185</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>945</span> ; <b class="b3">ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν</b> 'to sit in the cheap seats', <span class="bibl">D.18.28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as a weight, Gal.13.295, etc. (<b class="b3">ὀβολός, ὀβελός, ὀβελλός, ὀδελός</b> are different dialect forms of a word for 'spit' or 'nail', nails being used in early times as money, six of them making a handful (δραχμή), cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>17</span>.)</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 00:05, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβολός Medium diacritics: ὀβολός Low diacritics: οβολός Capitals: ΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: obolós Transliteration B: obolos Transliteration C: ovolos Beta Code: o)bolo/s

English (LSJ)

ὁ,    A obol, used both as a weight and coin, at Athens, = 1/6 of a δραχμή, rather more than three halfpence, IG12.140.5, al., freq. in Ar., Nu.118, al. ; πολὺ or μικρὸν τοῦ ὀ. a thing of which you get much or little for an obol, i. e. worthless or valuable, Antiph.135, Eup.185, cf. Ar.Eq.945 ; ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν 'to sit in the cheap seats', D.18.28.    II as a weight, Gal.13.295, etc. (ὀβολός, ὀβελός, ὀβελλός, ὀδελός are different dialect forms of a word for 'spit' or 'nail', nails being used in early times as money, six of them making a handful (δραχμή), cf. Plu.Lys.17.)

German (Pape)

[Seite 289] ὁ, der Obol, eine Münze, = 6 χαλκοῦς, der sechste Theil einer δραχμή, etwa 1 Silbergr.; Ar. Nubb. 119; ἡλιαστικός, der Richtersold, 853; Thuc. 5, 47 u. Folgde überall. Uebh. kleine Münze, Scheidemünze, D. C. 59, 6. – Nach Arist. bei Poll. 9, 77 u. E. M. war anfangs ὀβολός = ὀβελός, s. oben ὀβελίσκος; wahrscheinlich waren spitze Stückchen Eisen oder Kupfer die ursprüngliche Münze, deren 6 die Hand füllten, δραχμή.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβολός: ὁ, ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις ὡς βάρος καὶ ὡς νόμισμα = 1/6 τῆς δραχμῆς, ὀλίγῳ πλέον τῶν 15 σημερινῶν λεπτῶν, συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ., κτλ.· πολὺ ἢ μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ, πρᾶγμα τοῦ ὁποίου λαμβάνει τις πολὺ ἢ ὀλίγον ἀντὶ ἑνὸς ὀβολοῦ, δηλ. ἀσήμαντον ἢ πολύτιμον, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3. 76· ἀλλ’ ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἐθεώρουν ἄν, θὰ ἐθεώρουν ἐκ τοῦ μέρους δι’ ὃ πληρώνει τις δύο ὀβολούς, Δημ. 234. 23, πρβλ. Böckh P. E. 1. 240. - Ὁ ὀβολὸς ἐδηλοῦτο διὰ τοῦ Ο, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 τὸ ἥμισυ δὲ ὀβολοῦ διὰ τοῦ (ἢ τοῦ), ἢ διὰ τοῦ Η (δηλ. ἡμιωβόλιον), αὐτόθι, ἴδε Böckh σ. 744. 2) ὡσαύτως Κερκυραϊκόν τι νόμισμα, Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 15. - Ὁ Πλούτ., ἐν Λυσ. 17, λέγει ὅτι τὸ πάλαι μακροὶ ἧλοι (ὀβελοὶ) ἐχρησίμευον ὡς νομίσματα ὡν ἓξ ἀπετέλουν μίαν δράκα ἤτοι φοῦκταν (δραχμήν), καὶ ὅτι τὸ ὄνομα μετεβλήθη εἰς ὀβολός· ὁ ἰσχυρισμὸς οὗτος ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ τύπου πεμπώβολον (ὅστις βεβαίως γίνεται ἐκ τοῦ ὀβελός). Ἀλλ’ ἴδε llussey Anc. W. καὶ Μ. σ. 182.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
obole :
1 monnaie athénienne valant ⅙ de la drachme attique et pesant 72 centigrammes;
2 mesure athénienne équivalente à ⅙ d’un chénice.
Étymologie: ὀβελός.

Greek Monolingual

ο (Α ὀβολός και ὀβελ[λ]ός και ὀδελός)
προδρομική μορφή του νομίσματος που χρησιμοποιήθηκε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, που διατήρησε όμως την ονομασία και τη σχέση του με τη δραχμή κατά τους κλασικούς χρόνους και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας και ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής
νεοελλ.
1. χάλκινο κέρμα που είχε αξία πέντε λεπτών, πεντάλεπτο, πεντάρα
2. μτφ. ελάχιστο χρηματικό ποσό, ασήμαντη συνεισφορά («δεν αξίζει ούτε οβολό»)
3. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που έζησαν κατά το κάμβριο σε αβαθή θαλάσσια νερά
4. φρ. α) «προσφέρετε τον οβολό σας» — δώστε ό,τι έχετε ευχαρίστηση
β) «οβολός της χήρας» — συνδρομή ελάχιστη μεν, που προσφέρεται όμως με όλη την καρδιά
αρχ.
1. κερκυραϊκό νόμισμα
2. μονάδα βάρους της αρχαίας Αθήνας
3. φρ. α) «πολὺ τοῡ ὀβολοῡ» ή «μικρὸν τοῡ ὀβολοῡ» — ασήμαντο ή πολύτιμο πράγμα
β) «ἐν τοῑν δυοῑν ὀβολοῑν θεωρεῑν» — το να παρακολουθεί κανείς παράσταση έργου από θέση για την οποία καταβάλλονται δύο οβολοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οβελός].

Greek Monotonic

ὀβολός: ὁ, ένας οβολός, ως μονάδα μέτρησης βάρους· ως νομισματική μονάδα, το 1/6 της δραχμῆς, σε Αριστοφ.· ἐν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν, σε θέση θεάτρου πληρωμένη με δύο οβολούς, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὀβολός: ὁ обол
1) мера веса = 1/6 драхмы = 0.728 г Arst.;
2) мелкая монета = 1/16 драхмы Thuc., Arph. etc.

Middle Liddell

ὀβολός, οῦ, ὁ,
an obol, as a weight, = 1/6th part of a δραχμή, worth rather more than three halfpence, Ar.; ἐν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν, as we might say "to sit in the shilling gallery, " Dem.