ὑπουργικός: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(44) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypourgikos | |Transliteration C=ypourgikos | ||
|Beta Code=u(pourgiko/s | |Beta Code=u(pourgiko/s | ||
|Definition=ή, όν, = sq., <span class="sense" | |Definition=ή, όν, = sq., <span class="sense"> <span class="bld">A</span> δύναμις <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Alc.</span>p.68C.</span>; γένος <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>143b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 13 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, = sq., A δύναμις Procl. in Alc.p.68C.; γένος Jul.Gal.143b.
German (Pape)
[Seite 1238] ή, όν, zum ὑπουργός gehörig, dienstfertig, gefällig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουργικός: -ή, -όν, ὑπηρετικός, ὑποχρεωτικός, ἀγαθός, εὐγενής, Ἰουστῖν. Μάρτ. 207Β, κλπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 469Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπουργικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπουργός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος»)
2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» — το σύνολο τών υπουργών της κυβέρνησης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που βοηθάει («πῶς οὐκ εἰσὶ τῶν φθορίμων πραγμάτων τὰ ἄφθαρτα ὑπουργικά;», Ιουστίν.)
2. υπηρετικός, δουλικός («γένος ὑπηρετικὸν καὶ ὑπουργικὸν τοῑς κρείττοσι», Ιουλιαν.)
επίρρ...
υπουργικώς / ὑπουργικῶς ΝΜΑ, και υπουργικά Ν
νεοελλ.
με τρόπο που ταιριάζει σε υπουργό
μσν.-αρχ.
με τρόπο που ταιριάζει σε κατώτερο σε σχέση με κάποιον άλλο («καταβέβηκα, ἔφη
αὐθαιρετικῶς, φησιν, οὐχ ὑπουργικῶς», Δίδ.).