ὑπότριμμα: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotrimma
|Transliteration C=ypotrimma
|Beta Code=u(po/trimma
|Beta Code=u(po/trimma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.56</span>, <span class="bibl">3.80</span>, Gal.6.650, cf. ὑποτρίβω 1.2; ἐν ὑ. ζέσαι <span class="bibl">Antiph.222.3</span>; ὑποτρίμμασι καρυκεύσῃ <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>6.192a</span>, cf. <span class="bibl">7.226a</span>: its general taste was sour or piquant, hence <b class="b3">βλέπων ὑπότριμμα</b> looking [[sharp and sour]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>292</span>; <b class="b3">ὑ. χλωρά</b>, of green herb sauces or soups, also called [[φυλλάδες]], <span class="bibl">Poll.6.71</span>. Cf. [[ὑπόσφαγμα]].</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.56</span>, <span class="bibl">3.80</span>, Gal.6.650, cf. ὑποτρίβω 1.2; ἐν ὑ. ζέσαι <span class="bibl">Antiph.222.3</span>; ὑποτρίμμασι καρυκεύσῃ <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>6.192a</span>, cf. <span class="bibl">7.226a</span>: its general taste was sour or piquant, hence <b class="b3">βλέπων ὑπότριμμα</b> looking [[sharp and sour]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>292</span>; <b class="b3">ὑ. χλωρά</b>, of green herb sauces or soups, also called [[φυλλάδες]], <span class="bibl">Poll.6.71</span>. Cf. [[ὑπόσφαγμα]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:10, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπότριμμα Medium diacritics: ὑπότριμμα Low diacritics: υπότριμμα Capitals: ΥΠΟΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: hypótrimma Transliteration B: hypotrimma Transliteration C: ypotrimma Beta Code: u(po/trimma

English (LSJ)

ατος, τό,    A a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together, Hp.Vict.2.56, 3.80, Gal.6.650, cf. ὑποτρίβω 1.2; ἐν ὑ. ζέσαι Antiph.222.3; ὑποτρίμμασι καρυκεύσῃ Jul. Or.6.192a, cf. 7.226a: its general taste was sour or piquant, hence βλέπων ὑπότριμμα looking sharp and sour, Ar.Ec.292; ὑ. χλωρά, of green herb sauces or soups, also called φυλλάδες, Poll.6.71. Cf. ὑπόσφαγμα.

German (Pape)

[Seite 1236] τό, eine herbe od. scharfe Brühe von allerlei zusammengeriebenen Kräutern u. Gewürzen; Hippocr.; Poll. 6, 71; Ath. III, 133 c; dah. sprichwörtlich ὑπότριμμα βλέπειν, barsch aussehen, als hätte man Senf oder Meerrettig gegessen, Ar. Eccl. 291.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπότριμμα: τό, ἔδεσμα παρεσκευασμένον ἐκ πολλῶν πραγμάτων κοπανισμένων καὶ συναναμεμιγμένων, Λατ. moretum, Ἱππ. 361. 50., 373. 20, πρβλ. ὑποτρίβω 1. 2. ― Α. τὸν γαλεόν; ― Β. ἐν ὑποτρίμματι ζέσαι Ἀντιφάνης ἐν «Φιλώτιδι» 1, πρβλ. Νικόστρατ. ἐν «Ἅβρᾳ» 1, 3· ἡ γεῦσις αὐτοῦ συνήθως ἦν δριμέως ὀξίνη ἢ καυστική, ὅθενπαροιμία, ὑπότριμμα βλέπων, βλέπων δριμύ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291· ― τὰ τοιαῦτα ἐδέσματα παρασκευαζόμενα μετὰ χλωρῶν λαχάνων (ὑποτρίμματα χλωρὰ) ἐκαλοῦντο καὶ φυλλάδες, Πολυδ. ϛʹ, 71. Πρβλ. ὑπόσφαγμα. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπότριμμα· ἐκ φοίνικος καὶ μέλιτος καὶ κυμίνου καὶ ἄλλων τινῶν ἀρτυμάτων ἔργον».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jus d’herbes pilées d’une saveur âcre.
Étymologie: ὑπό, τρίβω.

Greek Monolingual

-ίμματος, τὸ, Α ὑποτρίβω
1. συν. στον πληθ. τὰ ὑποτρίμματα
έδεσμα, σάλτσα ή στόλισμα κυρίως για ψάρια, φτιαγμένο από διάφορα υλικά και καρυκεύματα τριμμένα και ανακατεμένα, με πικάντικη γεύση (α. «τοῑσι ἰχθύσι ἑφθοῑσι ἐν ὑποτρίμμασι», Ιπποκρ.)
2. φρ. α) «ὑποτρίμματα χλωρά» — σάλτσα ή σούπα από πράσινα χορταρικά
β) «βλέπων ὑπότριμμα»
μτφ. με βλέμμα αγριεμένο (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ὑπότριμμα: -ατος, τό, φαγητό παρασκευασμένο από ποικίλα υλικά κοπανισμένα και αναμεμιγμένα, ανακατωμένα μαζί, Λατ. moretum, σε Κωμ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπότριμμα: ατος τό острая похлебка из тертых овощей Plut.: ὑ. βλέπειν Arph. иметь кислую мину.

Middle Liddell

ὑπότριμμα, ατος, τό, [from ὑποτρί¯βω]
a dish compounded of various ingredients, pounded up together, Lat. moretum, Com.