διαιτητικός: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaititikos
|Transliteration C=diaititikos
|Beta Code=diaithtiko/s
|Beta Code=diaithtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for diet]]: <b class="b3">ἡ δ</b>. (sc. [[τέχνη]]) [[dietetics]], Hp.<b class="b2">Acut.(Sp.)</b>54; τὸ δ. μέρος τῆς ἰατρικῆς <span class="bibl">Plb.12.25d</span>.<span class="bibl">3</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Thras.</span> 33</span>; also of persons, <b class="b3">δ. ἰατρός</b> ib.<span class="bibl">24</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> ([[δίαιτα]] IV) <b class="b3">λόγος δ</b>. [[critical]] discussion, <span class="bibl">Str.10.2.24</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">-κόν, τό,</b> [[decision of an arbitrator]], PLips.43.5 (iv A.D.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for diet]]: <b class="b3">ἡ δ</b>. (sc. [[τέχνη]]) [[dietetics]], Hp.<b class="b2">Acut.(Sp.)</b>54; τὸ δ. μέρος τῆς ἰατρικῆς <span class="bibl">Plb.12.25d</span>.<span class="bibl">3</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Thras.</span> 33</span>; also of persons, <b class="b3">δ. ἰατρός</b> ib.<span class="bibl">24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ([[δίαιτα]] IV) <b class="b3">λόγος δ</b>. [[critical]] discussion, <span class="bibl">Str.10.2.24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">-κόν, τό,</b> [[decision of an arbitrator]], PLips.43.5 (iv A.D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 00:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαιτητικός Medium diacritics: διαιτητικός Low diacritics: διαιτητικός Capitals: ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaitētikós Transliteration B: diaitētikos Transliteration C: diaititikos Beta Code: diaithtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for diet: ἡ δ. (sc. τέχνη) dietetics, Hp.Acut.(Sp.)54; τὸ δ. μέρος τῆς ἰατρικῆς Plb.12.25d.3, Gal.Thras. 33; also of persons, δ. ἰατρός ib.24. II (δίαιτα IV) λόγος δ. critical discussion, Str.10.2.24. III -κόν, τό, decision of an arbitrator, PLips.43.5 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 580] 1) zur Lebensweise, bes. zur Diät gehörig; ἡ διαιτητική, sc. τέχνη, die Lehre von der Lebensweise in medicinischer Hinsicht, Hippocr. – 2) schiedsrichterlich, λόγος Strab. X p. 461.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαιτητικός: ή όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς δίαιταν, ἡ διαιτητικὴ (ἐνν. τέχνη), κανόνες περὶ ὑγιεινῆς διαίτης, Ἱππ. 405. 42. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς διαιτητήν· λόγος δ., κρίσις ὑπὸ διαιτητῶν, Στράβων 461.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic. dietético τὸ δ' ἑξῆς (μέρος τῆς ἰατρικῆς) δ. Plb.12.25d.3, δ. ἰατρός dietista, médico especializado en el régimen alimenticio Gal.5.846, Scrib.Larg.200
subst. ἡ δ. la dietética como una parte del tratamiento médico, Hp.Acut.(Sp.) 54, Scrib.Larg.200, D.L.3.85, Cael.Aur.TP 2.12.145, Cels.1 proem.9, tb. τὸ δ.: τρίτον ἄλλο μόριον ἰάσεως ... τὸ δ. Gal.5.869, Περὶ διαίτης ἢ διαιτητικόν tít. de una obra de Demócrito, D.L.9.48.
2 de arbitraje, arbitral νόμος IG 22.179a.8 (IV a.C.), λόγος δ. palabra mediadora Str.10.2.24
subst. τὸ δ. arbitraje, sentencia arbitral, PLips.43.5 (IV d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαιτητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαιτησία ή στον διαιτητή
2. ο σχετικός με τη δίαιτα («διαιτητική αγωγή»)
3. ο σχετικός με τη διατροφή («η διαιτητική του ανθρώπου»)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η διαιτητική
α) κλάδος της ιατρικής και της υγιεινής που ασχολείται με την προσαρμογή της διατροφής στις ειδικές ανάγκες τών ασθενών
β) ιατρικό σύγγραμμα σχετικό με τη δίαιτα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. διαιτητικόν
κρίση διαιτητή, απόφαση διαιτητή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαιτητικός -ή -όν [διαιτάω] dieet-.