κοτινηφόρος: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kotiniforos | |Transliteration C=kotiniforos | ||
|Beta Code=kotinhfo/ros | |Beta Code=kotinhfo/ros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">producing wild olive-trees</b>, <span class="bibl">Mosch.<span class="title">Fr.</span>3.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[winning a crown of wild olive]], Ζηνὸς κ. ἆθλον <span class="title">Inscr.Magn.</span>181.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A producing wild olive-trees, Mosch.Fr.3.2. II winning a crown of wild olive, Ζηνὸς κ. ἆθλον Inscr.Magn.181.
Greek (Liddell-Scott)
κοτῐνηφόρος: -ον, παράγων ἀγρίας ἐλαίας, ἄγρια ἐλαιόδενδρα, Μόσχ. 7. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des oliviers sauvages.
Étymologie: κότινος, φέρω.
Greek Monolingual
κοτινηφόρος, -ον (Α)
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν αγριελιές
2. αυτός που φέρει στεφάνι από κότινο, από αγριελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + -φόρος (< φόρος < φέρω). Το -η- είναι συνδετικό φωνήεν και εμφανίζεται αντί του αναμενόμενου -ο- πιθ. για μετρικούς λόγους (πρβλ. θανατ-η-φόρος, στεφαν-η-φόρος)].
Greek Monotonic
κοτῐνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που παράγει άγρια ελαιόδενδρα, σε Μόσχ.
Middle Liddell
κοτῐνη-φόρος, ον φέρω
producing wild olive-trees, Mosch. [from κότῐνος]