πληρωτής: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plirotis
|Transliteration C=plirotis
|Beta Code=plhrwth/s
|Beta Code=plhrwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who completes]], <b class="b3">π. ἐράνου</b> [[jointlender]] in an [[ἔρανος]], <span class="bibl">D.21.101</span>, cf. 184, <span class="bibl">25.21</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Ath.</span>7</span> (pl.): in sg., [[treasurer of an]] ἔρανος, π. καὶ συνερανισταί <span class="title">IG</span>22.2721; = [[ἐράνου συναγωγός]], Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[one who fills up documents]], Lyd.<span class="title">Mag.</span>3.11,68. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in Egypt, holder of a local office of unknown nature, <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>23</span> <span class="title">Intr.</span> (ii A. D.); γραμματεὺς πληρωτῶν <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>59</span> (ii A. D.).</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who completes]], <b class="b3">π. ἐράνου</b> [[jointlender]] in an [[ἔρανος]], <span class="bibl">D.21.101</span>, cf. 184, <span class="bibl">25.21</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Ath.</span>7</span> (pl.): in sg., [[treasurer of an]] ἔρανος, π. καὶ συνερανισταί <span class="title">IG</span>22.2721; = [[ἐράνου συναγωγός]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[one who fills up documents]], Lyd.<span class="title">Mag.</span>3.11,68. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in Egypt, holder of a local office of unknown nature, <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>23</span> <span class="title">Intr.</span> (ii A. D.); γραμματεὺς πληρωτῶν <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>59</span> (ii A. D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:30, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληρωτής Medium diacritics: πληρωτής Low diacritics: πληρωτής Capitals: ΠΛΗΡΩΤΗΣ
Transliteration A: plērōtḗs Transliteration B: plērōtēs Transliteration C: plirotis Beta Code: plhrwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who completes, π. ἐράνου jointlender in an ἔρανος, D.21.101, cf. 184, 25.21, Hyp.Ath.7 (pl.): in sg., treasurer of an ἔρανος, π. καὶ συνερανισταί IG22.2721; = ἐράνου συναγωγός, Hsch. II one who fills up documents, Lyd.Mag.3.11,68. 2 in Egypt, holder of a local office of unknown nature, PFay.23 Intr. (ii A. D.); γραμματεὺς πληρωτῶν PHamb.59 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 635] ὁ, der Füllende, Ausfüllende, vollzählig Machende; πλ. ἐράνου, Dem. 25, 21, vgl. 21, 101, = ἐρανιστής, der zur vollen Zahl Beitragende, Gehörende, VLL.; Harpocr. erkl. ὁ ἀποδιδοὺς τὸν ἔρανον τοῖς ἤτοι λαχοῦσιν ἢ ἐωνημένοις.

Greek (Liddell-Scott)

πληρωτής: -οῦ ὁ, πληρῶν, συμπληρωτής, πλ. = ἐρανάρχης, (ἐράνου συναγωγός, Ἡσύχ.), Δημ. 547, 18., 574, 14, 776. 7, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἡσύχ. 3. σ. 980, ἔκδ. Ἀλβέρτου. ΙΙ. ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, οἱ τῶν χρεωστούντων πληρωταί, οἱ πληρώνοντες τὰ χρέη τῶν χρεωστούντων, Εὐσ. Ἀλεξ. 425D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
créancier d’une masse formée de cotisations.
Étymologie: πληρόω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν πληρώ / πληρώνω
1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά
2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου
νεοελλ.
1. (σχετικά με γραμμάτια και συναλλαγματικές) αυτός που έχει την υποχρέωση της εξόφλησής τους, ο εκδότης του γραμματίου ή ο αποδέκτης της συναλλαγματικής
2. παροιμ. «εγγυητής και πληρωτής» — συνήθως ο εγγυώμενος πληρώνει αυτός ο ίδιος από τα δικά του για τον πρωτοφειλέτη
αρχ.
1. αυτός που απαρτίζει, που συγκροτεί κάτι
2. αυτός που συμπληρώνει έγγραφα
3. εκκλ. αυτός που εκπληρώνει τον θείο νόμο ή ένα τυπικό
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ πληρωταί
αξίωμα, πιθανώς οικονομικής φύσεως, στην Αίγυπτο, την εποχή τών Πτολεμαίων.

Greek Monotonic

πληρωτής: -οῦ, ὁ (πληρόω), αυτός που συμπληρώνει, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πληρωτής: οῦ ὁ плательщик или сборщик (ἐράνου Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληρωτής -οῦ, ὁ [πληρόω] contribuant:. πληρωτής... ἐράνου contribuant aan een lening Dem. 21.101.

Middle Liddell

πληρωτής, οῦ, ὁ, πληρόω
one who completes, Dem.