πολύαινος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyainos
|Transliteration C=polyainos
|Beta Code=polu/ainos
|Beta Code=polu/ainos
|Definition=ον, (αἰνέω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[much-praised]], Homeric epith. of Odysseus, <span class="bibl">Il.9.673</span>, <span class="bibl">10.544</span>, <span class="bibl">11.430</span>, <span class="bibl">Od.12.184</span>; but expld. alternatively by Hsch. as = [[πολύμυθος]] (cf. αἰνέω ''1'', αἶνος ''1'').</span>
|Definition=ον, (αἰνέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[much-praised]], Homeric epith. of Odysseus, <span class="bibl">Il.9.673</span>, <span class="bibl">10.544</span>, <span class="bibl">11.430</span>, <span class="bibl">Od.12.184</span>; but expld. alternatively by Hsch. as = [[πολύμυθος]] (cf. αἰνέω ''1'', αἶνος ''1'').</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:05, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαινος Medium diacritics: πολύαινος Low diacritics: πολύαινος Capitals: ΠΟΛΥΑΙΝΟΣ
Transliteration A: polýainos Transliteration B: polyainos Transliteration C: polyainos Beta Code: polu/ainos

English (LSJ)

ον, (αἰνέω) A much-praised, Homeric epith. of Odysseus, Il.9.673, 10.544, 11.430, Od.12.184; but expld. alternatively by Hsch. as = πολύμυθος (cf. αἰνέω 1, αἶνος 1).

German (Pape)

[Seite 659] vielgelobt, lobens-, preiswürdig; bei Hom. viermal, als Prädicat des Odysseus, Il. 9, 673. 10, 544. 11, 430 Od. 12, 184; Buttm. Lexil. II p. 114 erklärt es mit einigen Alten = reich an sinnvollen, klug ersonnenen Reden (vgl. αἶνος). – So auch Xen. Mem. 2, 6, 11.

Greek (Liddell-Scott)

πολύαινος: -ον, (αἰνέω) ὁ πολὺ ἐπαινούμενος, ὑμνούμενος, Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Ι. 673, Κ. 544, Λ. 430, Ὀδ. Μ. 184. ― Ἀλλ᾿ ὁ Buttm. ἐν Λεξιλ. ἐν λ. αἶνος 2, ἀποδέχεται τὴν δευτέραν σημασίαν τὴν παρ’ Ἡσυχίῳ, δηλ. πολύμυθος, οὐχὶ μὲ τὴν σημασίαν ὁ πολλὰ ὁμιλῶν (ὅπερ θὰ ἥρμοζε μᾶλλον εἰς τὸν Νέστορα), ἀλλὰ ὁ πλήρης σοφίας καὶ πολυμαθείας λόγους ἐκφέρων (πρβλ. αἰνέω Ι, αἶνος Ι).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
digne de grands éloges, célèbre ; selon d’autres riche en bons conseils.
Étymologie: πολύς, αἰνέω.

English (Autenrieth)

(αἰνέω): much-praised, illustrious, epith. of Odysseus.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που υμνείται πολύ
2. αυτός που εκφέρει λόγους γεμάτους σοφία και ενδεικτικούς πολυμάθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αινος (< αἶνος «μύθος, διήγηση, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος, σύν-αινος].

Greek Monotonic

πολύαινος: -ον (αἰνέω), αυτός που επαινείται πολύ ή που είναι γεμάτος από σοφία, λόγο και γνώση, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύαινος: прославленный, по по друг. богатый мудрыми речами (Ὀδυσσεύς Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύαινος -ον [~ πολυαίνετος] veel geprezen.

Middle Liddell

πολύ-αινος, ον, αἰνέω
much-praised, or full of wise speech and lore, Hom., Eur.