προορισμός: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proorismos | |Transliteration C=proorismos | ||
|Beta Code=proorismo/s | |Beta Code=proorismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[early determination]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Praec.</span>3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:58, 30 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A early determination, Hp.Praec.3.
German (Pape)
[Seite 738] ὁ, vorhergegangene Begränzung, Bestimmung, Sp., bes. Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
προορισμός: ὁ, πρότερος ὁρισμός, Ἱππ. 26. 31· οὕτω, προόρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. οὔρους· ― προόρῐσις, εως, ἡ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ προορίζω
προκαθορισμός, καθορισμός εκ τών προτέρων (α. «προορισμός του Ιδρύματος είναι να καλύψει τις ανάγκες της επαρχίας και της ευρύτερης περιοχής
β. «τῆς θείας κελεύσεως ἔργον ἐστὶν ὁ προορισμός», Δαμασκ. Ι.)
νεοελλ.
1. σκοπός, αποστολή («προορισμός του σχολείου είναι η διάπλαση πολύπλευρης προσωπικότητας στα παιδιά»)
2. κατεύθυνση (α. «το αεροπλάνο αναχώρησε με προορισμό τη Ρώμη»)
3. τέρμα ενέργειας ή προσπάθειας («οι ορειβάτες, έπειτα από επίπονη πορεία, έφθασαν στον προορισμό τους, στο ορεινό καταφύγιο»)
4. φρ. «απόλυτος προορισμός»
θεολ. προτεσταντική διδασκαλία κατά την οποία ο θεός έχει προορίσει ορισμένους ανθρώπους για τη σωτηρία και άλλους για την αιώνα τιμωρία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προορισμός -οῦ, ὁ [προορίζω] vroege vaststelling.