ψῆγμα: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psigma | |Transliteration C=psigma | ||
|Beta Code=yh=gma | |Beta Code=yh=gma | ||
|Definition=ατος, τό, (ψήχω) <span class="sense"> | |Definition=ατος, τό, (ψήχω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is rubbed]] or [[scraped off]], [[shavings]], [[scrapings]], [[chips]], <b class="b3">ψ. χρυσοῦ</b> gold-[[dust]], <span class="bibl">Hdt.4.195</span>; so without [[χρυσοῦ]], <span class="bibl">Id.1.93</span>, <span class="bibl">3.94</span> sq.; ψ. χρυσότευκτον <span class="bibl">Eub.20</span>; ψ. ἀργυρᾶ <span class="title">Inscr.Délos</span> 442<span class="title">B</span>89 (ii B.C.); <b class="b3">πυρωθὲν ψ</b>., of dust and ashes, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>442</span> (lyr.); of wood, τὰ τῶν αἰγείρων ψ. <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.11</span>; <b class="b3">ἥλων ψ</b>., = [[χαλκοῦ ἄνθος]], Dsc.5.77; <b class="b3">μὴ διαλύεσθαι μέχρι ἐλαχίστου ψήγματος</b> (of gum) Id.3.22; of [[motes]] in a sunbeam, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>313a20</span>, cf. <span class="bibl">304a21</span>, Plu.2.722a, and v. [[τίλα]] 11.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:13, 31 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, (ψήχω) A that which is rubbed or scraped off, shavings, scrapings, chips, ψ. χρυσοῦ gold-dust, Hdt.4.195; so without χρυσοῦ, Id.1.93, 3.94 sq.; ψ. χρυσότευκτον Eub.20; ψ. ἀργυρᾶ Inscr.Délos 442B89 (ii B.C.); πυρωθὲν ψ., of dust and ashes, A.Ag.442 (lyr.); of wood, τὰ τῶν αἰγείρων ψ. Philostr.Im.1.11; ἥλων ψ., = χαλκοῦ ἄνθος, Dsc.5.77; μὴ διαλύεσθαι μέχρι ἐλαχίστου ψήγματος (of gum) Id.3.22; of motes in a sunbeam, Arist.Cael.313a20, cf. 304a21, Plu.2.722a, and v. τίλα 11.
German (Pape)
[Seite 1396] τό, das Abgeriebene, Abgeschabte, das Schabsel; – übh. was klein gerieben ist, kleines Theilchen, σποδοῦ, Stäubchen, Asche, Aesch. Ag. 430; Körnchen, χρυσοῦ, Goldstaub, Goldsand, Her. 4, 195; Plut. Demetr. 4 u. A.; auch ohne den Zusatz, Her. 1, 93. 3, 94. 95. 98 u. sonst; ψῆγμα ἄπυρον χρυσοῖο Antiphil. 21 (IX, 310).
Greek (Liddell-Scott)
ψῆγμα: (ψήχω) τὸ ἀποκοπὲν ἢ ἐκπεσὸν ἔκ τινος σώματος διὰ τριβῆς ἢ ξέσεως, ἀπόξεσμα, μικρὸν τεμάχιον, μόριον, ῥίνημα, Λατ. ramentum, ψ. χρυσοῦ, κόνις χρυσοῦ, Ἡρόδ. 4. 195· οὕτω καὶ ἄνευ τοῦ χρυσοῦ, ὁ αὐτ. 1. 93., 3. 94 κἑξ.· ψ. χρυσότευκτον Εὔβουλος ἐν «Γλαύκῳ» 2 ψ. πυρωθέν, ἐπὶ κόνεως καὶ τέφρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442· ἐπὶ ξύλου, αἰγείρων ψ. Φιλόστρ. 781· ἐπὶ τοῦ ἐν ἡλίακῇ ἀκτῖνι φαινομένου κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 6, 1, πρβλ. 3. 5, 7, Πλούτ. 2. 722Α, καὶ ἴδε τίλαι.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
rognure, raclure : ψῆγμα ou ψήγματα χρυσοῦ, ou simpl. ψήγματα, paillette ou poussière d’or, sable d’or.
Étymologie: ψήχω.
Greek Monolingual
το / ψῆγμα, -ήγματος, ΝΜΑ ψήχω
μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῡ», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη μάζα μετάλλου, διαβρωμένη από το νερό («ψήγμα χρυσού»)
2. μτφ. μικρό κομμάτι, δείγμα («ψήγματα αλήθειας»)
αρχ.
1. μικρό κομμάτι ξύλου
2. κόκκος σκόνης.
Greek Monotonic
ψῆγμα: -ατος, τό (ψήχω), αυτό που τρίβεται ή τεμαχίζεται, ξύσμα, κομμάτι, μόριο, ρίνισμα, Λατ. ramentum, ψῆγμα (με ή χωρίς τη γεν. χρυσοῦ), χρυσόσκονη, σε Ηρόδ.· ψῆγμα πυρωθέν, δηλ. σκόνη και στάχτη, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψῆγμα -ατος, τό [ψήχω] schraapsel, stof:. πυροθὲν ψῆγμα as uit het vuur Aeschl. Ag. 442; ψῆγμα χρυσοῦ stofgoud Hdt. 1.93.1.
Russian (Dvoretsky)
ψῆγμα: ατος τό ψήχω тж. pl. оскребки, крохи, крупинки: ψ. πυρωθὲν σποδοῦ Aesch. пепел; ψήγματα Her., Luc., ψ. χρυσοῦ Her. или ψήγματα χρυσίου Anth., Plut., Diod. крупинки золота, золотой песок; ψ. λεπτομερέστατον Arst., Plut. тончайшая пыль.
Middle Liddell
ψήχω
that which is rubbed or scraped off, shavings, scrapings, chips, Lat. ramentum, ψ. (with or without χρυσοῦ) gold dust, Hdt.; ψ. πυρωθέν, i. e. dust and ashes, Aesch.