ἀτερπής: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aterpis
|Transliteration C=aterpis
|Beta Code=a)terph/s
|Beta Code=a)terph/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unpleasing]], [[joyless]], λιμός <span class="bibl">Il.19.354</span>; of the nether world, νέκυας καὶ ἀτερπέα χῶρον <span class="bibl">Od.11.94</span>, etc.; <b class="b3">πέτρῃς . . καὶ ἀτερπέῑ χώρῳ</b>, of a rocky shore, <span class="bibl">7.279</span>; νούσων ἑσμός <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>685</span> (lyr.), cf.<span class="bibl"><span class="title">Pr.</span> 31</span>, <span class="bibl">Simon.37.6</span>; λόγοι <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>293</span>; γῆρας <span class="bibl">Mosch.4.114</span>; <b class="b3">ἀτερπέστερον ἐς ἀκρόασιν</b> [[less attractive]] to the ear, <span class="bibl">Th.1.22</span>; <b class="b3">ἦχοι ἀ</b>., opp. [[ἐπιτερπεῖς]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>994.23</span>, cf. <span class="title">Mus.</span>p.82 K.; εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον τὰ ἐπιτερπέστατα ἀτερπέστατα ἂν γίγνοιτο <span class="bibl">Democr.233</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.396</span> (Sup.); of persons, ἀ. καὶ κακὸς ὀρχηστής <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>25</span>. Adv. -πῶς, οὐκ ἀ. ἱστορείσθω Gal.14.237; but ἀ. ζῆν [[without enjoyment]], Plu.2.1100d.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unpleasing]], [[joyless]], λιμός <span class="bibl">Il.19.354</span>; of the nether world, νέκυας καὶ ἀτερπέα χῶρον <span class="bibl">Od.11.94</span>, etc.; <b class="b3">πέτρῃς . . καὶ ἀτερπέῑ χώρῳ</b>, of a rocky shore, <span class="bibl">7.279</span>; νούσων ἑσμός <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>685</span> (lyr.), cf.<span class="bibl"><span class="title">Pr.</span> 31</span>, <span class="bibl">Simon.37.6</span>; λόγοι <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>293</span>; γῆρας <span class="bibl">Mosch.4.114</span>; <b class="b3">ἀτερπέστερον ἐς ἀκρόασιν</b> [[less attractive]] to the ear, <span class="bibl">Th.1.22</span>; <b class="b3">ἦχοι ἀ</b>., opp. [[ἐπιτερπεῖς]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>994.23</span>, cf. <span class="title">Mus.</span>p.82 K.; εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον τὰ ἐπιτερπέστατα ἀτερπέστατα ἂν γίγνοιτο <span class="bibl">Democr.233</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.396</span> (Sup.); of persons, ἀ. καὶ κακὸς ὀρχηστής <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>25</span>. Adv. -πῶς, οὐκ ἀ. ἱστορείσθω Gal.14.237; but ἀ. ζῆν [[without enjoyment]], Plu.2.1100d.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:45, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτερπής Medium diacritics: ἀτερπής Low diacritics: ατερπής Capitals: ΑΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: aterpḗs Transliteration B: aterpēs Transliteration C: aterpis Beta Code: a)terph/s

English (LSJ)

ές, A unpleasing, joyless, λιμός Il.19.354; of the nether world, νέκυας καὶ ἀτερπέα χῶρον Od.11.94, etc.; πέτρῃς . . καὶ ἀτερπέῑ χώρῳ, of a rocky shore, 7.279; νούσων ἑσμός A.Supp.685 (lyr.), cf.Pr. 31, Simon.37.6; λόγοι E.El.293; γῆρας Mosch.4.114; ἀτερπέστερον ἐς ἀκρόασιν less attractive to the ear, Th.1.22; ἦχοι ἀ., opp. ἐπιτερπεῖς, Phld.Po.994.23, cf. Mus.p.82 K.; εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον τὰ ἐπιτερπέστατα ἀτερπέστατα ἂν γίγνοιτο Democr.233, cf. Ph.1.396 (Sup.); of persons, ἀ. καὶ κακὸς ὀρχηστής Plu.Cor.25. Adv. -πῶς, οὐκ ἀ. ἱστορείσθω Gal.14.237; but ἀ. ζῆν without enjoyment, Plu.2.1100d.

German (Pape)

[Seite 385] ές, 1) unerfreulich, traurig, λιμός Il. 19, 354; χῶρος Od. 11, 94, u. öfter; πέτρα Aesch. Prom. 31; λόγοι Eur. El. 293; ἐς ἀκρόασιν, fürs Gehör, Thuc. 1, 22; θεᾶσθαι Xen. Oec. 8, 3. – 2) sich einer Sache nicht freuend, κράτους Aesch. Suppl. 668.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτερπής: -ές, ὁ μὴ παρέχων τέρψιν, λιμός, Ἰλ. Τ. 354· περὶ τοῦ κάτω κόσμου, νέκυας καὶ ἀτερπέα χῶρον Ὀδ. Λ. 94, κτλ.· πέτρῃς πρὸς μεγάλῃσι βαλὸν καὶ ἀτερπέϊ χώρῳ Η. 279· πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 31, Σιμων. 44. 6· οὕτω, λόγοι Εὐρ. Ἠλ. 293· γῆρας Μόσχ. 4. 114· ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν, ἧττον τερπνὸν εἰς τὸ οὖς, Θουκ. 1. 22. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ αἰσθανόμενος ἀπόλαυσιν ἐκ πράγματός τινος, ὁ μὴ τερπόμενος ἐξ αὐτοῦ, μετὰ γεν., κράτους Αἰσχύλ. Ἱκ. 685.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 non réjouissant, triste, funeste;
2 qui ne se réjouit pas de, gén;
Cp.
ἀτερπέστερος, Sp. ἀτερπέστατος.
Étymologie: ἀ, τέρπω.

English (Autenrieth)

ές (τέρπω): joyless.

Spanish (DGE)

-ές

• Grafía: graf. ἀτερφ- SEG 18.663 (Antinoópolis, crist.)
1 desagradable, acerbo de valores neg. λιμός Il.19.354, Hes.Op.647, ἀτερπέα δαῖτα Od.10.124, νούσων δ' ἐσμὸς ... ἀ. el desagradable enjambre de las enfermedades A.Supp.685, cf. Ph.1.396, γῆρας Mosch.4.114, μόθος Nonn.D.17.315
gener. εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον, τὰ ἐπιτερπέστατα ἀτερπέστατα ἂν γίγνοιτο Democr.B 233, cf. Plu.2.342d, Demetr.Eloc.134, διὰ τὸ τοῖς πολλοῖς ἀτερπές, ὡς γεωμετρίας Aristid.Quint.2.27
subst. τὰ ἀτερπῆ los disgustos, SEG l.c.
de lugares desagradable, desapacible, incómodo χῶρος Od.7.279, 11.94, cf. A.Pr.31, ἐν ἀτερπέι δούρατι (duermes) en una incómoda tabla Simon.38.10
de sonidos, palabras, sensaciones desagradable λόγοι E.El.293, ἀτερπέστερον ἐς ἀκρόασιν Th.1.22, ἦχοι Phld.Po.A 23.22, cf. Mus.p.82v.K., Demetr.Eloc.303
c. inf. ἀτερπὲς θεᾶσθαι X.Oec.8.3
de pers., Plu.Cor.25, cf. Nonn.D.7.16.
2 adv. -ῶς desagradablemente ζῆν Plu.2.1100d, οὐκ ἀ. ἱστορείσθω Gal.14.237.

Greek Monolingual

ἀτερπής, -ές και ἄτερπος, -ον (Α) τέρπω
1. αυτός που δεν παρέχει τέρψη, ο δυσάρεστος
2. όποιος δεν απολαμβάνει κάτι ή δεν ευχαριστιέται με κάτι.

Greek Monotonic

ἀτερπής: -ές (τέρπω), δυσάρεστος, θλιμμένος, μελαγχολικός, σε Όμηρ., Αισχύλ.· ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν, λιγότερο ελκυστικό στα αυτιά, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτερπής:
1) безрадостный, печальный (χῶρος Hom.; πέτρα Aesch.; λόγοι Eur.);
2) неприятный (ἐς ἀκρόασιν Thuc.; θεᾶσθαι Xen.; ὀρχηστής Plut.);
3) мучительный, жестокий (λιμός Hom.; νούσων ἑσμός Aesch.).

Middle Liddell

τέρπω
unpleasing, joyless, melancholy, Hom., Aesch.; ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν less attractive to the ear, Thuc.

English (Woodhouse)

comfortless, dreary, joyless, unlovely

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)