ἕρπυλλος: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erpyllos | |Transliteration C=erpyllos | ||
|Beta Code=e(/rpullos | |Beta Code=e(/rpullos | ||
|Definition=ὁ, poet. also ἡ, <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Ep.</span>1</span>, <span class="title">AP</span>4.1.54 (Mel.), Pancr. ap. <span class="bibl">Ath.15.677f</span>:—<span class="sense"> | |Definition=ὁ, poet. also ἡ, <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Ep.</span>1</span>, <span class="title">AP</span>4.1.54 (Mel.), Pancr. ap. <span class="bibl">Ath.15.677f</span>:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tufted thyme]], [[Thymus Sibthorpii]], <span class="bibl">Cratin.98</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>168</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.9.4</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">CP</span>2.18.2</span>, Dsc.3.38.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:40, 1 January 2021
English (LSJ)
ὁ, poet. also ἡ, Theoc.Ep.1, AP4.1.54 (Mel.), Pancr. ap. Ath.15.677f:—A tufted thyme, Thymus Sibthorpii, Cratin.98, Ar.Pax168, Thphr.HP1.9.4, al., CP2.18.2, Dsc.3.38.
German (Pape)
[Seite 1034] ὁ, auch ἡ, Mel. 1 (IV, 1, 54); bei Ath. XV, 677 f 681 e; eine Pflanze, Quendel, eine rankende, immergrüne Staude, den Musen heilig u. häufig zu Kränzen benutzt, Ar. Pax 168; Nic. Ther. 67 u. öfter; Hosch. 2, 66 u. a. sp. D.; Arist. H. A. 9, 40; Theophr., auch mit einem λ geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἕρπυλλος: ὁ, καὶ ποιητικῶς ἡ, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 1, Ἀνθ. Π. 4. 1, 54, Παγκράτης παρ’ Ἀθην. 677F· εἶδος ἑρπυστικοῦ ἀειθαλοῦς φυτοῦ, Λατ. serpyllum, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον στεφάνους· ἦν δὲ ἱερὸν ταῖς Μούσαις, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 168. - Κατὰ Σουΐδ.: «ἕρπυλλος εἶδος ἄνθους, σαμψύχῳ ὅμοιον, ὃ μάλιστα ἐν τοῖς ὕδασι θάλλει. φυταρίου τι εἶδος· παρὰ τὸ ἕρπειν ταῖς ῥίζαις. ἔστι δὲ καὶ εὐωδέστατον».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
serpolet, plante.
Étymologie: ἕρπω.
Greek Monolingual
ο (Α ἕρπυλλος, ὁ και ποιητ. ἕρπυλλος, ἡ) έρπω
1. ευώδης θάμνος της οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. θύμος ο έρπυλλος
2. φρ. «ερπύλλου έλαιον» — άχρωμο ή ελαφρώς κιτρινωπό υγρό, αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο
αρχ.
ευώδης θάμνος, κληματώδης, αειθαλής, από τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν στεφάνια, πιθ. η καλαμίνθη η πολιά, αγριοβασιλικός.
Russian (Dvoretsky)
ἕρπυλλος: ὁ поэт. тж. ἡ бот. тимьян (Thymus serpyllum L) Arph., Arst., Theocr., Anth.
Middle Liddell
ἕρπυλλος, ὁ, ανδ ἡ,
creeping thyme, Lat. serpyllum, Ar., Theocr.