ἱστία: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=istia | |Transliteration C=istia | ||
|Beta Code=i(sti/a | |Beta Code=i(sti/a | ||
|Definition=ἰστία, ἱστίη, Ἱστίη, Ἱστιαία, <span class="sense"> | |Definition=ἰστία, ἱστίη, Ἱστίη, Ἱστιαία, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[ἑστία]]. Ἱστιαϊκός, ή, όν, <span class="title">Histiaean</span>, of currency, <span class="title">BCH</span>2.579, 6.51, 35.260 (Delos). ἱστίασις, εως, ἡ,= [[ἑστίασις]], <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>471.53</span> (ii A.D.). ἱστιατορία, ἡ,= [[ἑστ]]., [[feast]], PTeb.584 (ii A.D.). ἱστιάτωρ, v. [[ἑστιάτωρ]]. ἱστιητόριον, and ἰσο-ᾱτόριον, v. [[ἑστιατόριον]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:15, 1 January 2021
English (LSJ)
ἰστία, ἱστίη, Ἱστίη, Ἱστιαία, A v. ἑστία. Ἱστιαϊκός, ή, όν, Histiaean, of currency, BCH2.579, 6.51, 35.260 (Delos). ἱστίασις, εως, ἡ,= ἑστίασις, POxy.471.53 (ii A.D.). ἱστιατορία, ἡ,= ἑστ., feast, PTeb.584 (ii A.D.). ἱστιάτωρ, v. ἑστιάτωρ. ἱστιητόριον, and ἰσο-ᾱτόριον, v. ἑστιατόριον.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. de ἱστιάω, ion. c. ἑστιάω;
pl. de ἱστίον.
Greek Monolingual
ἱστία και ἱστίη και Ἱστίη και Ἱστιαία, ἡ (Α)
βλ. εστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός, βοιωτικός και αρκαδικός παράλλ. τ. του ἑστία. Για την ερμηνεία του ἱ- βλ. λ. εστία].
Frisk Etymological English
-ίη Meaning: hearth
See also: s. ἑστία.
Frisk Etymology German
ἱστία: -ίη
{histía}
Meaning: Herd
See also: s. ἑστία.
Page 1,739