Χερρονησίτης: Difference between revisions

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
|Full diacritics=Χερρονησίτης
|Medium diacritics=Χερρονησίτης
|Low diacritics=Χερρονησίτης
|Capitals=ΧΕΡRΟΝΗΣΙΤΗΣ
|Transliteration A=Cherronēsítēs
|Transliteration B=Cherronēsitēs
|Transliteration C=Cherronisitis
|Beta Code=*xerronhsi/ths
|Definition=[ῑ], [[Χερσονησίτης]], later [[Χερρσονησίτης]], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[Chersonesite]], [[Chersonesian]], [[dweller]] in the [[Thracian]] [[Chersonese]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.3.10</span>, <span class="bibl">3.2.8</span>, <span class="bibl">D.5.25</span>.</span>
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] ὁ, att. χεῤῥονησίτης, der Bewohner einer Halbinsel, Xen. Hell. 1, 3,10. S. nom pr.
}}
{{ls
|lstext='''χερσονησίτης''': νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ου, ὁ, [[κάτοικος]] τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 10., 3. 2, 8, Δημ. 63. 17.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χερσονησίτης:''' [ῑ], μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ου, ὁ, [[κάτοικος]] της Θρακικής χερσονήσου, σε Ξεν., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''χερσονησίτης:''' новоатт. χερρονησίτης, ου (ῑ) ὁ житель полуострова, преимущ. Херсонеса Фракийского Xen., Dem.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[dweller]] in the Thracian [[Chersonese]], Xen., Dem.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>att. c.</i> [[Χερσονησίτης]]; habitant de la [[Chersonèse]] de [[Thrace]].<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>att. c.</i> [[Χερσονησίτης]]; habitant de la [[Chersonèse]] de [[Thrace]].<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[Χερρονησίτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Θρακικής Χερσονήσου<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] / [[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=και [[Χερσονησίτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Θρακικής Χερσονήσου<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] / [[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 13:21, 16 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χερρονησίτης Medium diacritics: Χερρονησίτης Low diacritics: Χερρονησίτης Capitals: ΧΕΡRΟΝΗΣΙΤΗΣ
Transliteration A: Cherronēsítēs Transliteration B: Cherronēsitēs Transliteration C: Cherronisitis Beta Code: *xerronhsi/ths

English (LSJ)

[ῑ], Χερσονησίτης, later Χερρσονησίτης, ου, ὁ, A Chersonesite, Chersonesian, dweller in the Thracian Chersonese, X.HG1.3.10, 3.2.8, D.5.25.

German (Pape)

[Seite 1351] ὁ, att. χεῤῥονησίτης, der Bewohner einer Halbinsel, Xen. Hell. 1, 3,10. S. nom pr.

Greek (Liddell-Scott)

χερσονησίτης: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ου, ὁ, κάτοικος τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 10., 3. 2, 8, Δημ. 63. 17.

Greek Monotonic

χερσονησίτης: [ῑ], μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ου, ὁ, κάτοικος της Θρακικής χερσονήσου, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

χερσονησίτης: новоатт. χερρονησίτης, ου (ῑ) ὁ житель полуострова, преимущ. Херсонеса Фракийского Xen., Dem.

Middle Liddell


a dweller in the Thracian Chersonese, Xen., Dem.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
att. c. Χερσονησίτης; habitant de la Chersonèse de Thrace.
Étymologie: χερσόνησος.

Greek Monolingual

και Χερσονησίτης, ὁ, Α
1. ο κάτοικος της Θρακικής Χερσονήσου
2. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < χερσόνησος / χερρόνησος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].