ἧττα: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=itta
|Transliteration C=itta
|Beta Code=h(=tta
|Beta Code=h(=tta
|Definition=[[ἡττάομαι]], [[ἡττάω]], [[ἥττων]], Att. for [[ἡσσα]] ([[defeat]], [[discomfiture]]).
|Definition=[[ἡττάομαι]], [[ἡττάω]], [[ἥττων]], Att. for [[ἧσσα]] ([[defeat]], [[discomfiture]]).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:26, 22 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἧττα Medium diacritics: ἧττα Low diacritics: ήττα Capitals: ΗΤΤΑ
Transliteration A: hē̂tta Transliteration B: hētta Transliteration C: itta Beta Code: h(=tta

English (LSJ)

ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, Att. for ἧσσα (defeat, discomfiture).

Greek (Liddell-Scott)

ἧττα: ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, ἴδε ἧσσ-.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἧσσα.

Greek Monolingual

η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα)
1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης
2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές»)
αρχ.
1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση της προσωπικότητας ή της βούλησης σε κάτι («ἥττας ἡδονῶν τε και επιθυμιῶν», Πλάτ.)
2. φρ. «ἧτταν προσίεμαι» — αφήνω να νικηθώ, δέχομαι να νικηθώ (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. ηττώμαι].

Greek Monotonic

ἧττα: ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, Αττ. αντί ἧσσ-.