ἄνοστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anostos
|Transliteration C=anostos
|Beta Code=a)/nostos
|Beta Code=a)/nostos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unreturning]], [[without return]], πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους <span class="bibl">Od.24.528</span>; πάντες ἐγένοντο ἄ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span> 145</span>: Sup., ἡβάσεις ἥβαν ἀνοστοτάταν [[never]], [[never to return]], AP7.482. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = foreg. 11, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>4.13.2</span> (Comp.).</span>
|Definition=ον, [[unreturning]], [[without return]], πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους ''Od.'' 24.528 ; πάντες ἐγένοντο ἄ. Arist. ''Fr.'' 145 ; ''Sup.'', ἡβάσεις ἥβαν ἀνοστοτάταν [[never]], [[never to return]], ''AP'' 7.482. = [[ἀνόστιμος]] ([[not returning]], [[cut off]], [[return]], [[not to be retraced]], [[giving a low yield]], [[not nutritious]]) ΙΙ, Thphr. ''CP'' 4.13.2 (Comp.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:16, 28 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοστος Medium diacritics: ἄνοστος Low diacritics: άνοστος Capitals: ΑΝΟΣΤΟΣ
Transliteration A: ánostos Transliteration B: anostos Transliteration C: anostos Beta Code: a)/nostos

English (LSJ)

ον, unreturning, without return, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Od. 24.528 ; πάντες ἐγένοντο ἄ. Arist. Fr. 145 ; Sup., ἡβάσεις ἥβαν ἀνοστοτάταν never, never to return, AP 7.482. = ἀνόστιμος (not returning, cut off, return, not to be retraced, giving a low yield, not nutritious) ΙΙ, Thphr. CP 4.13.2 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 242] ohne Rückkehr, nicht zurückkehrend, Od. 24, 528; Eur. I. T. 751; superl., ἀνοστοτάτη ἥβη, die gar nicht wiederkehrt, Ep. ad. 646 (VII, 482).

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοστος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρέφων ἢ ἐπιστρέψας, ὁ ἄνευ ἐπιστροφῆς, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Ὀδ. Ω. 528· πάντες ἐγένοντο ἄν. Ἀριστ. Ἀποσπ. 140. - Ὑπερθ., ἥβη ἀνοστοτάτη, ἥτις οὐδέποτε πλέον θὰ ἐπανέλθῃ Ἀνθ. Π. 7. 482. ΙΙ = τῷ προηγ. ΙΙ. ἐν τῷ συγρ., περὶ δὲ τοῦ ἰσχυρότερα καὶ εὐχυλότερα γίνεσθαι καὶ νοστιμώτερα ἢ ἀνοστότερα, κτλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 2· πρβλ. ἄνοστος ἐν τῇ σημερινῇ.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui ne revient pas;
Sp. ἀνοστότατος.
Étymologie: ἀ, νόστος.
2ος, ον :
sans saveur, sans goût;
Cp. ἀνοστότερος.
Étymologie: ἀ, ὄζω.

English (Autenrieth)

without return (cf. ἀνόστιμος), Od. 24.528†.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. que no regresa, desaparecido πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Od.24.528, ἄ. εἴην que no regrese E.IT 751, πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι Arist.Fr.145, ἡβάσεις ἥβαν ... ἀνοστοτάταν AP 7.482, cf. Hsch.
2 que no tiene regreso, del que no se regresa τύχη Lyc.1088.
II 1de cosas que rinde poco γένοιτο αὐτῷ ... τὰ νόστιμα ἄνοστα SEG 6.802.23 (Salamina de Chipre), del grano, Thphr.CP 4.13.2.
2 poco nutritivo ὁ ὀρρός Sor.70.19
fig. dañino, nocivo Cyr.Al.M.68.960D.

Greek Monolingual

(I)
ἄνοστος, -ον (Α) νόστος «επιστροφή»]
εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»).
(II)
-η, -ο (Α ἄνοστος, -ον) νόστος (II) «γεύση»]
χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος
νεοελλ.
εκείνος που δεν προκαλεί ευχάριστη εντύπωση, άχαρος, σαχλός.

Greek Monotonic

ἄνοστος: -ον, αυτός που δεν έχει γυρισμό, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. ἀνοστοτάτη, που δεν γυρίζει ποτέ πίσω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνοστος:
1) Hom., Eur., Arst. = ἀνόστιμος 1;
2) Anth. = ἀνόστιμος 2.
безвкусный (πυρός Plut.).

Middle Liddell


unreturning, without return, Od.; Sup., ἥβη ἀνοστοτάτη never, never to return, Anth.