επιβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(13)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιβαίνω]] (Α) [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> επιβιβάζομαι σε μεταφορικό [[μέσο]]<br /><b>2.</b> [[βατεύω]], [[οχεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανέρχομαι]] αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή [[εκτελώ]] επισκοπικά έργα έξω από τα όρια της επισκοπής μου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[μηδέποτε]] ἐπιβήσονται αὐτῆς» [της Πελοποννήσου], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προχωρώ]]<br /><b>3.</b> [[κυριαρχώ]], [[άρχω]] («οἵ τῆς βασιλείας ἐπιβεβήκασιν»)<br /><b>4.</b> επιτίθεμαι («ἐπέβη τοῑς Ἀχαιοῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] («προσέταξεν Ἀλέξανδρος, ἧς ἐπιβῶσι χώρας, Θηβαῑοι ἀπολέσθωσαν»)<br /><b>2.</b> επεκτείνομαι («ὁ [[πόνος]] ἐπιβαίνει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπατώ]], [[ποδοπατώ]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] όλο το [[βάρος]] του σώματός μου [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[αξιώνω]] περισσότερα<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]], [[κοντεύω]]<br /><b>5.</b> τοποθετούμαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]] σε μια ψυχική [[διάθεση]] («πᾱσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν» — έφθασαν στο έπακρο της αναίδειας, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φθάνω]] [[κάτι]] που βρίσκεται [[ψηλά]] («ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[μπαίνω]] [[κάπου]] με τη βία<br /><b>9.</b> [[κάνω]] κάποιον να ανεβεί, [[ανεβάζω]] («ὅν ῤα τόθ' ἵππων ὠκυπόδων ἐπέβησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> [[κάνω]] κάποιον να φθάσει [[κάπου]] («ἀρχαίας ἐπέβασε [[πότμος]] συγγενὴς εὐαμερίας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[σηκώνω]] και [[καθοδηγώ]] («ἡώς, ἥ τε φανεῑσα πολέας ἐπέβησε κελεύθου» — πολλούς σηκώνει και τους βάζει στον δρόμο, <b>Ησίοδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιβαίνω]] (Α) [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> επιβιβάζομαι σε μεταφορικό [[μέσο]]<br /><b>2.</b> [[βατεύω]], [[οχεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανέρχομαι]] αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή [[εκτελώ]] επισκοπικά έργα έξω από τα όρια της επισκοπής μου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[μηδέποτε]] ἐπιβήσονται αὐτῆς» [της Πελοποννήσου], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προχωρώ]]<br /><b>3.</b> [[κυριαρχώ]], [[άρχω]] («οἵ τῆς βασιλείας ἐπιβεβήκασιν»)<br /><b>4.</b> επιτίθεμαι («ἐπέβη τοῖς Ἀχαιοῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] («προσέταξεν Ἀλέξανδρος, ἧς ἐπιβῶσι χώρας, Θηβαῑοι ἀπολέσθωσαν»)<br /><b>2.</b> επεκτείνομαι («ὁ [[πόνος]] ἐπιβαίνει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπατώ]], [[ποδοπατώ]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] όλο το [[βάρος]] του σώματός μου [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[αξιώνω]] περισσότερα<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]], [[κοντεύω]]<br /><b>5.</b> τοποθετούμαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]] σε μια ψυχική [[διάθεση]] («πᾱσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν» — έφθασαν στο έπακρο της αναίδειας, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φθάνω]] [[κάτι]] που βρίσκεται [[ψηλά]] («ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[μπαίνω]] [[κάπου]] με τη βία<br /><b>9.</b> [[κάνω]] κάποιον να ανεβεί, [[ανεβάζω]] («ὅν ῤα τόθ' ἵππων ὠκυπόδων ἐπέβησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> [[κάνω]] κάποιον να φθάσει [[κάπου]] («ἀρχαίας ἐπέβασε [[πότμος]] συγγενὴς εὐαμερίας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[σηκώνω]] και [[καθοδηγώ]] («ἡώς, ἥ τε φανεῑσα πολέας ἐπέβησε κελεύθου» — πολλούς σηκώνει και τους βάζει στον δρόμο, <b>Ησίοδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 18:05, 25 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιβαίνω (Α) βαίνω
1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο
2. βατεύω, οχεύω
μσν.- νεοελλ.
ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια της επισκοπής μου
αρχ.-μσν.
1. πατώ πάνω σε κάτιμηδέποτε ἐπιβήσονται αὐτῆς» [της Πελοποννήσου], Θουκ.)
2. προχωρώ
3. κυριαρχώ, άρχω («οἵ τῆς βασιλείας ἐπιβεβήκασιν»)
4. επιτίθεμαι («ἐπέβη τοῖς Ἀχαιοῑς», Πλούτ.)
μσν.
1. καταλαμβάνω, κυριεύω («προσέταξεν Ἀλέξανδρος, ἧς ἐπιβῶσι χώρας, Θηβαῑοι ἀπολέσθωσαν»)
2. επεκτείνομαι («ὁ πόνος ἐπιβαίνει»)
αρχ.
1. καταπατώ, ποδοπατώ
2. ρίχνω όλο το βάρος του σώματός μου κάπου
3. αξιώνω περισσότερα
4. πλησιάζω, κοντεύω
5. τοποθετούμαι πάνω σε κάτι («πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς», Ομ. Ιλ.)
6. έρχομαι σε μια ψυχική διάθεση («πᾱσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν» — έφθασαν στο έπακρο της αναίδειας, Ομ. Οδ.)
7. φθάνω κάτι που βρίσκεται ψηλά («ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα», Πίνδ.)
8. μπαίνω κάπου με τη βία
9. κάνω κάποιον να ανεβεί, ανεβάζω («ὅν ῤα τόθ' ἵππων ὠκυπόδων ἐπέβησε», Ομ. Ιλ.)
10. κάνω κάποιον να φθάσει κάπου («ἀρχαίας ἐπέβασε πότμος συγγενὴς εὐαμερίας», Πίνδ.)
11. σηκώνω και καθοδηγώ («ἡώς, ἥ τε φανεῑσα πολέας ἐπέβησε κελεύθου» — πολλούς σηκώνει και τους βάζει στον δρόμο, Ησίοδ.).