άμιλλα: Difference between revisions
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἅμιλλα]])<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] για την [[υπεροχή]], [[προσπάθεια]] δύο ή περισσοτέρων για [[υπερτέρηση]], [[συναγωνισμός]], [[ανταγωνισμός]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβαίος]] [[ζήλος]], [[αγώνας]], [[προσπάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με επίθ.) «[[ἅμιλλα]] [[φιλόπλουτος]], [[πολύτεκνος]]» — [[αγώνας]] για πλούτη, για [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] ἵππων», [[αγώνας]] ιπποδρομίας<br />«ἅμιλλαν [[τίθημι]] ἤ [[προτίθημι]]», [[προτείνω]] αγώνα<br />«ἅμιλλαν | |mltxt=η (Α [[ἅμιλλα]])<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] για την [[υπεροχή]], [[προσπάθεια]] δύο ή περισσοτέρων για [[υπερτέρηση]], [[συναγωνισμός]], [[ανταγωνισμός]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβαίος]] [[ζήλος]], [[αγώνας]], [[προσπάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με επίθ.) «[[ἅμιλλα]] [[φιλόπλουτος]], [[πολύτεκνος]]» — [[αγώνας]] για πλούτη, για [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] ἵππων», [[αγώνας]] ιπποδρομίας<br />«ἅμιλλαν [[τίθημι]] ἤ [[προτίθημι]]», [[προτείνω]] αγώνα<br />«ἅμιλλαν ποιοῦμαι», [[αμιλλώμαι]], [[διαγωνίζομαι]], [[αγωνίζομαι]], [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή [[χρήση]] στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται [[συνήθως]] σε αρχικό τ. <i>ἅμ</i>-<i>ιλ</i>-<i>yα</i>, από όπου προήλθε με [[αφομοίωση]] (<b>πρβλ.</b> και τις λ. [[θύελλα]], [[άμαλλα]]). Η [[ακριβής]] όμως [[προέλευση]] τών επιμέρους στοιχείων της λ. [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. <i>ἅμα</i> «[[μαζί]]» και β΄ συνθ. το ουσ. <i>ἴλη</i> «[[ομάδα]] ανθρώπων, όμιλος, [[τμήμα]] ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω της σημασίας του και λόγω της υπάρξεως αρκτικού <i>F</i> στον αρχικό τύπο της λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται [[άλλη]] [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία το [[μόρφημα]] -<i>ιλ</i>- της λ. αποτελεί [[στοιχείο]] της καταλήξεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἁμιλλῶμαι</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
η (Α ἅμιλλα)
1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός
2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια
αρχ.
1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» — αγώνας για πλούτη, για παιδιά
2. φρ. «ἅμιλλα ἵππων», αγώνας ιπποδρομίας
«ἅμιλλαν τίθημι ἤ προτίθημι», προτείνω αγώνα
«ἅμιλλαν ποιοῦμαι», αμιλλώμαι, διαγωνίζομαι, αγωνίζομαι, πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή χρήση στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται συνήθως σε αρχικό τ. ἅμ-ιλ-yα, από όπου προήλθε με αφομοίωση (πρβλ. και τις λ. θύελλα, άμαλλα). Η ακριβής όμως προέλευση τών επιμέρους στοιχείων της λ. είναι άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. ἅμα «μαζί» και β΄ συνθ. το ουσ. ἴλη «ομάδα ανθρώπων, όμιλος, τμήμα ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω της σημασίας του και λόγω της υπάρξεως αρκτικού F στον αρχικό τύπο της λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία το μόρφημα -ιλ- της λ. αποτελεί στοιχείο της καταλήξεως.
ΠΑΡ. ἁμιλλῶμαι].