ραδιουργώ: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(35) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ῥᾳδιουργῶ, -έω, ΝΜΑ [[ραδιουργός]]<br />[[ενεργώ]] με δόλιο και πανούργο τρόπο [[εναντίον]] κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με [[πονηρία]] με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, [[μηχανορραφώ]], [[σκευωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] με [[ευκολία]]<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] με [[απερισκεψία]], με [[επιπολαιότητα]], με [[ανοησία]] («οἱ δ' ἀγνοούμενοι | |mltxt=ῥᾳδιουργῶ, -έω, ΝΜΑ [[ραδιουργός]]<br />[[ενεργώ]] με δόλιο και πανούργο τρόπο [[εναντίον]] κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με [[πονηρία]] με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, [[μηχανορραφώ]], [[σκευωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] με [[ευκολία]]<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] με [[απερισκεψία]], με [[επιπολαιότητα]], με [[ανοησία]] («οἱ δ' ἀγνοούμενοι ῥᾳδιουργεῖν πως μᾱλλον δοκοῡσιν, [[ὥσπερ]] οἱ ἐν σκότει ὄντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταγράφω]] [[κάτι]] με κακόβουλη [[διάθεση]] («[[διαθήκη]] ἐραδιουργημένη», πάπ.)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για ιστορικούς συγγραφείς) [[αναφέρω]] ή [[εξιστορώ]] [[κάτι]] [[χωρίς]] έλεγχο, με [[προχειρότητα]]<br /><b>5.</b> ζω [[χωρίς]] ασχολίες ή φροντίδες, ζω ξέγνοιαστα, [[τεμπελιάζω]]<br /><b>6.</b> [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] με [[περιφρόνηση]], [[αμελώ]] ή [[παραμελώ]] κάποιον ή [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
ῥᾳδιουργῶ, -έω, ΝΜΑ ραδιουργός
ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ
αρχ.
1. κάνω κάτι με ευκολία
2. ενεργώ με απερισκεψία, με επιπολαιότητα, με ανοησία («οἱ δ' ἀγνοούμενοι ῥᾳδιουργεῖν πως μᾱλλον δοκοῡσιν, ὥσπερ οἱ ἐν σκότει ὄντες», Ξεν.)
3. καταγράφω κάτι με κακόβουλη διάθεση («διαθήκη ἐραδιουργημένη», πάπ.)
4. (ιδίως για ιστορικούς συγγραφείς) αναφέρω ή εξιστορώ κάτι χωρίς έλεγχο, με προχειρότητα
5. ζω χωρίς ασχολίες ή φροντίδες, ζω ξέγνοιαστα, τεμπελιάζω
6. μεταχειρίζομαι κάποιον ή κάτι με περιφρόνηση, αμελώ ή παραμελώ κάποιον ή κάτι.