ραδιουργώ: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ῥᾳδιουργῶ, -έω, ΝΜΑ [[ραδιουργός]]<br />[[ενεργώ]] με δόλιο και πανούργο τρόπο [[εναντίον]] κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με [[πονηρία]] με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, [[μηχανορραφώ]], [[σκευωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] με [[ευκολία]]<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] με [[απερισκεψία]], με [[επιπολαιότητα]], με [[ανοησία]] («οἱ δ' ἀγνοούμενοι ῥᾳδιουργεῖν πως μᾱλλον δοκοῡσιν, [[ὥσπερ]] οἱ ἐν σκότει ὄντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταγράφω]] [[κάτι]] με κακόβουλη [[διάθεση]] («[[διαθήκη]] ἐραδιουργημένη», πάπ.)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για ιστορικούς συγγραφείς) [[αναφέρω]] ή [[εξιστορώ]] [[κάτι]] [[χωρίς]] έλεγχο, με [[προχειρότητα]]<br /><b>5.</b> ζω [[χωρίς]] ασχολίες ή φροντίδες, ζω ξέγνοιαστα, [[τεμπελιάζω]]<br /><b>6.</b> [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] με [[περιφρόνηση]], [[αμελώ]] ή [[παραμελώ]] κάποιον ή [[κάτι]].
|mltxt=ῥᾳδιουργῶ, -έω, ΝΜΑ [[ραδιουργός]]<br />[[ενεργώ]] με δόλιο και πανούργο τρόπο [[εναντίον]] κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με [[πονηρία]] με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, [[μηχανορραφώ]], [[σκευωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] με [[ευκολία]]<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] με [[απερισκεψία]], με [[επιπολαιότητα]], με [[ανοησία]] («οἱ δ' ἀγνοούμενοι ῥᾳδιουργεῖν πως μᾶλλον δοκοῡσιν, [[ὥσπερ]] οἱ ἐν σκότει ὄντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταγράφω]] [[κάτι]] με κακόβουλη [[διάθεση]] («[[διαθήκη]] ἐραδιουργημένη», πάπ.)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για ιστορικούς συγγραφείς) [[αναφέρω]] ή [[εξιστορώ]] [[κάτι]] [[χωρίς]] έλεγχο, με [[προχειρότητα]]<br /><b>5.</b> ζω [[χωρίς]] ασχολίες ή φροντίδες, ζω ξέγνοιαστα, [[τεμπελιάζω]]<br /><b>6.</b> [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] με [[περιφρόνηση]], [[αμελώ]] ή [[παραμελώ]] κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 14:19, 27 March 2021

Greek Monolingual

ῥᾳδιουργῶ, -έω, ΝΜΑ ραδιουργός
ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ
αρχ.
1. κάνω κάτι με ευκολία
2. ενεργώ με απερισκεψία, με επιπολαιότητα, με ανοησία («οἱ δ' ἀγνοούμενοι ῥᾳδιουργεῖν πως μᾶλλον δοκοῡσιν, ὥσπερ οἱ ἐν σκότει ὄντες», Ξεν.)
3. καταγράφω κάτι με κακόβουλη διάθεσηδιαθήκη ἐραδιουργημένη», πάπ.)
4. (ιδίως για ιστορικούς συγγραφείς) αναφέρω ή εξιστορώ κάτι χωρίς έλεγχο, με προχειρότητα
5. ζω χωρίς ασχολίες ή φροντίδες, ζω ξέγνοιαστα, τεμπελιάζω
6. μεταχειρίζομαι κάποιον ή κάτι με περιφρόνηση, αμελώ ή παραμελώ κάποιον ή κάτι.