γύναιος: Difference between revisions
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γύναιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «γύναια δώρα» — δώρα που δίνονται σε [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[γύναιος]] ([[αντίστοιχος]] μυκην. τ. <i>ku</i>-<i>na</i>-<i>ja</i>) <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γυν</i>-, [[γυνή]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αιος</i> ( | |mltxt=[[γύναιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «γύναια δώρα» — δώρα που δίνονται σε [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[γύναιος]] ([[αντίστοιχος]] μυκην. τ. <i>ku</i>-<i>na</i>-<i>ja</i>) <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γυν</i>-, [[γυνή]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αιος</i> ([[πρβλ]]. [[δείλαιος]], [[μάταιος]]). Κατ' άλλους, [[γύναιος]] <span style="color: red;"><</span> <b>(κλητ.)</b> <i>γύναι</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:48, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, A = γυναικεῖος, γ. δῶρα presents made to a woman, Od.11.521.15.247; φυὴ γυναίη Mosch.2.45. II Subst. γύναιον, τό, little woman, term of endearment for a wife, Ar.V.610, Th.792: more freq. in a contemptuous sense, weak woman, And.1.130, etc.; γυναίου πρᾶγυ' ἐποίει D.25.57, cf. Arist.EN1171b10: but simply, = γυνή, Aen.Tact.2.6, D.S.17.24, J.AJ1.12.4, al., Ph.1.99, al., Plu. Pel.9.
German (Pape)
[Seite 511] = γυναικεῖος, weiblich; Hom. zweimal, γυναίων εἵνεκα δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31.
Greek (Liddell-Scott)
γύναιος: -α, -ον,= γυναικεῖος, γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», λέξις ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― συχνάκις μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, ἀδύνατος γυνή, Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne une femme : γύναια δῶρα OD présents faits à une femme.
Étymologie: γυνή.
English (Autenrieth)
= γυναικεῖος, δῶρα, Od. 11.521 and Od. 15.247.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -ίη Mosch.2.45
• Prosodia: [-ῠ-]
de mujer, mujeril, femenino γυναίων εἵνεκα δώρων por causa de los regalos hechos a una mujer, Od.11.521, 15.247, γυναίων εἵνεκα φίλτρων por la seducción de una mujer Orph.A.673, ἱμάτιον Iambl.VP 124, Ἰὼ ... φυὴν δ' οὐκ εἶχε γυναίην Mosch.l.c., cf. PSI 944.9 (IV d.C.), Hsch. • DMic.: ku-na-ja.
Greek Monolingual
γύναιος, -α, -ον (Α)
φρ. «γύναια δώρα» — δώρα που δίνονται σε γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γύναιος (αντίστοιχος μυκην. τ. ku-na-ja) < (θ.) γυν-, γυνή + (επίθημα) -αιος (πρβλ. δείλαιος, μάταιος). Κατ' άλλους, γύναιος < (κλητ.) γύναι].
Greek Monotonic
γύναιος: [ῠ], -α, -ον = γυναικεῖος·
I. γύναια δῶρα, τα δώρα που προσφέρονται σε μια γυναίκα, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως ουσ., γύναιον, τό, μικρή γυναίκα, γυναικούλα, ως χαρακτηρισμός αγάπης και τρυφερότητας απευθυνόμενος στη σύζυγο, σε Αριστοφ.· με υποτιμητική, περιφρονητική σημασία, αδύναμη γυναίκα, γυναικούλα, σε Δημ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γύναιος -α -ον [γυνή] vrouwen-:. γ. δῶρα geschenken voor een vrouw Od. 11.521.
Russian (Dvoretsky)
γύναιος: Hom. = γυναικεῖος.
Middle Liddell
= γυναικεῖος
I. γύναια δῶρα presents made to a woman, Od.
II. as Subst., little woman, wifey, as a term of endearment, Ar.:— in a contemptuous sense, a weak woman, Dem., etc.