θρήνος: Difference between revisions

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[θρῆνος]])<br /><b>1.</b> [[κλάμα]], [[οδυρμός]], [[μοιρολόγι]]<br /><b>2.</b> [[ποίημα]] θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η [[ακολουθία]] του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή<br />β. «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» — [[τίτλος]] ποιήματος που αναφέρεται στην [[άλωση]] της Κωνσταντινουπόλεως)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έγινε [[θρήνος]]» — έγινε [[μεγάλη]] [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θρήνος]], όπως και τα [[θρέομαι]], [[θόρυβος]], [[θρύλος]], παρουσιάζουν σημασιολογική [[συνάφεια]] εκφράζοντας την [[έννοια]] της οιμωγής, της κραυγής, της ταραχής. Με τη λ. [[θρήνος]] συνδέθηκε η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θρώναξ</i><br />[[κηφήν]] (Λάκωνες) και [[τενθρήνη]] «[[κηφήνας]]», [[καθώς]] [[επίσης]] και τα αρχ. ινδ. <i>dhranati</i> «[[αντηχώ]]», αρχ. σαξ. <i>dreno</i>, γερμ. <i>Drohne</i> «[[κηφήνας]]», <i>drohnen</i> «[[αντιλαλώ]]». Αρχαία συνών. της λ. [[είναι]] τα: [[οδυρμός]], [[ολοφυρμός]], [[οιμωγή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρηνώ]], [[θρηνώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θρηνολογώ]], [[θρηνῳδός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνερως]], [[θρηνολάλος]], [[θρηνοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θρηνόφθογγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρηνολόγος]], [[θρηνοτράγουδο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αξιόθρηνος]], [[δύσθρηνος]], [[ένθρηνος]], [[πολύθρηνος]], [[φιλόθρηνος]].<br /><b>(II)</b><br />[[θρῆνος]], τὸ (ΑΜ)<br />ο [[θρήνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρήνος]] (<i>ο</i>) με [[αλλαγή]] γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την [[αρχαιότητα]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[έδαφος]], [[μήκος]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[θρῆνος]])<br /><b>1.</b> [[κλάμα]], [[οδυρμός]], [[μοιρολόγι]]<br /><b>2.</b> [[ποίημα]] θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η [[ακολουθία]] του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή<br />β. «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» — [[τίτλος]] ποιήματος που αναφέρεται στην [[άλωση]] της Κωνσταντινουπόλεως)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έγινε [[θρήνος]]» — έγινε [[μεγάλη]] [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θρήνος]], όπως και τα [[θρέομαι]], [[θόρυβος]], [[θρύλος]], παρουσιάζουν σημασιολογική [[συνάφεια]] εκφράζοντας την [[έννοια]] της οιμωγής, της κραυγής, της ταραχής. Με τη λ. [[θρήνος]] συνδέθηκε η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θρώναξ</i><br />[[κηφήν]] (Λάκωνες) και [[τενθρήνη]] «[[κηφήνας]]», [[καθώς]] [[επίσης]] και τα αρχ. ινδ. <i>dhranati</i> «[[αντηχώ]]», αρχ. σαξ. <i>dreno</i>, γερμ. <i>Drohne</i> «[[κηφήνας]]», <i>drohnen</i> «[[αντιλαλώ]]». Αρχαία συνών. της λ. [[είναι]] τα: [[οδυρμός]], [[ολοφυρμός]], [[οιμωγή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρηνώ]], [[θρηνώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θρηνολογώ]], [[θρηνῳδός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνερως]], [[θρηνολάλος]], [[θρηνοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θρηνόφθογγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρηνολόγος]], [[θρηνοτράγουδο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αξιόθρηνος]], [[δύσθρηνος]], [[ένθρηνος]], [[πολύθρηνος]], [[φιλόθρηνος]].<br /><b>(II)</b><br />[[θρῆνος]], τὸ (ΑΜ)<br />ο [[θρήνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρήνος]] (<i>ο</i>) με [[αλλαγή]] γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την [[αρχαιότητα]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i> ([[πρβλ]]. [[έδαφος]], [[μήκος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ θρῆνος)
1. κλάμα, οδυρμός, μοιρολόγι
2. ποίημα θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή
β. «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» — τίτλος ποιήματος που αναφέρεται στην άλωση της Κωνσταντινουπόλεως)
νεοελλ.
φρ. «έγινε θρήνος» — έγινε μεγάλη καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρήνος, όπως και τα θρέομαι, θόρυβος, θρύλος, παρουσιάζουν σημασιολογική συνάφεια εκφράζοντας την έννοια της οιμωγής, της κραυγής, της ταραχής. Με τη λ. θρήνος συνδέθηκε η γλώσσα του Ησυχίου θρώναξ
κηφήν (Λάκωνες) και τενθρήνη «κηφήνας», καθώς επίσης και τα αρχ. ινδ. dhranati «αντηχώ», αρχ. σαξ. dreno, γερμ. Drohne «κηφήνας», drohnen «αντιλαλώ». Αρχαία συνών. της λ. είναι τα: οδυρμός, ολοφυρμός, οιμωγή.
ΠΑΡ. θρηνώ, θρηνώδης
αρχ.
θρήνωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θρηνολογώ, θρηνῳδός
αρχ.
θρήνερως, θρηνολάλος, θρηνοποιός
μσν.
θρηνόφθογγος
νεοελλ.
θρηνολόγος, θρηνοτράγουδο. (Β' συνθετικό) αρχ. αξιόθρηνος, δύσθρηνος, ένθρηνος, πολύθρηνος, φιλόθρηνος.
(II)
θρῆνος, τὸ (ΑΜ)
ο θρήνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος (ο) με αλλαγή γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την αρχαιότητα κατά τα ουδ. σε -ος (πρβλ. έδαφος, μήκος)].