ιππόδαμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόδαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] επίθ. ηρώων) [[ιπποδαμαστής]] («ἱππόδαμοι ἥρωες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ίππόδαμος</i><br />[[περίφημος]] [[Μιλήσιος]] [[αρχιτέκτονας]] και [[πατέρας]] της πολεοδομίας που η [[ακμή]] του συμπίπτει με τα [[μέσα]] του 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα [[πολλά]] [[χρόνια]], [[επίσης]] στον Πειραιά, στη Ρόδο, στους Θούριους και [[αλλού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυιό</i>-<i>δαμος</i>, <i>θειό</i>-<i>δαμος</i>].
|mltxt=[[ἱππόδαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] επίθ. ηρώων) [[ιπποδαμαστής]] («ἱππόδαμοι ἥρωες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ίππόδαμος</i><br />[[περίφημος]] [[Μιλήσιος]] [[αρχιτέκτονας]] και [[πατέρας]] της πολεοδομίας που η [[ακμή]] του συμπίπτει με τα [[μέσα]] του 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα [[πολλά]] [[χρόνια]], [[επίσης]] στον Πειραιά, στη Ρόδο, στους Θούριους και [[αλλού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]»), [[πρβλ]]. <i>γυιό</i>-<i>δαμος</i>, <i>θειό</i>-<i>δαμος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱππόδαμος, -ον (Α)
1. (κυρίως επίθ. ηρώων) ιπποδαμαστής («ἱππόδαμοι ἥρωες», Πίνδ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ίππόδαμος
περίφημος Μιλήσιος αρχιτέκτονας και πατέρας της πολεοδομίας που η ακμή του συμπίπτει με τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα πολλά χρόνια, επίσης στον Πειραιά, στη Ρόδο, στους Θούριους και αλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δαμος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. γυιό-δαμος, θειό-δαμος].