θυοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυοδόκος]], -ον (Α)<br />(για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] θυμιάματα, ο [[ευώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ανθο]]-[[δόκος]], <i>οινο</i>-[[δόκος]]).
|mltxt=[[θυοδόκος]], -ον (Α)<br />(για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] θυμιάματα, ο [[ευώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[ανθο]]-[[δόκος]], <i>οινο</i>-[[δόκος]]).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠοδόκος Medium diacritics: θυοδόκος Low diacritics: θυοδόκος Capitals: ΘΥΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: thyodókos Transliteration B: thyodokos Transliteration C: thyodokos Beta Code: quodo/kos

English (LSJ)

ον, (θύος) A receiving incense, full thereof, of the Delphic temple, E.Ion511, 1549; ἀνακτόρων Id.Andr.1157, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1226] Rauchwerk, Weihrauch empfangend; δόμοι, οἶκοι, vom Tempel in Delphi, Eur. Ion 510. 1549; ἀνάκτορα Andr. 1159.

Greek (Liddell-Scott)

θυοδόκος: -ον, (θύος) δεχόμενος θυμίαμα, πλήρης θυμιάματος, εὐώδης, ἐπὶ τοῦ Δελφικοῦ ναοῦ, Εὐρ. Ἴωνι 511, 1549· ἀνακτόρων ὁ αὐτ., ἐν Ἀνδρ. 1146· πρβλ. Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit les parfums, où l’on sert les parfums.
Étymologie: θύος, δέκομαι.

Greek Monolingual

θυοδόκος, -ον (Α)
(για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που είναι γεμάτος θυμιάματα, ο ευώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ανθο-δόκος, οινο-δόκος).

Russian (Dvoretsky)

θυοδόκος: принимающий священные курения, т. е. полный благовонных курений (δόμοι, οἶκοι, ἀνάκτορον Eur.).

Middle Liddell

θυο-δόκος, ον θύος, δέχομαι
receiving incense, full thereof, odorous, Eur.

English (Woodhouse)

reeking with incense

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)