καρφαλέος: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρφαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[ξερός]], [[κατάξερος]] (α. «ὡς δ' [[ἄνεμος]]... [[ἠΐων]] θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «καρφαλέον δὲ οἱ [[ἀσπίς]]... ἄϋσεν» — η [[ασπίδα]] του έβγαλε [[ξερό]], δηλ. οξύ ήχο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξεραίνει [[κάτι]] («καρφαλέον πῡρ», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> ( | |mltxt=[[καρφαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[ξερός]], [[κατάξερος]] (α. «ὡς δ' [[ἄνεμος]]... [[ἠΐων]] θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «καρφαλέον δὲ οἱ [[ἀσπίς]]... ἄϋσεν» — η [[ασπίδα]] του έβγαλε [[ξερό]], δηλ. οξύ ήχο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξεραίνει [[κάτι]] («καρφαλέον πῡρ», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> ([[πρβλ]]. <i>αρπα</i>-[[λέος]], <i>οκν</i>-<i>αλέος</i>). Η λ. χρησιμοποιείται ως [[άλλος]] τ. του επιθ. [[καρχαλέος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:15, 23 August 2021
English (LSJ)
α, ον, (κάρφω) A dry, parched, ὡς ἄνεμος ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Od.5.369; δέρμα Hp.Aph.5.71, Prog.2, Gal.10.674; ἀστάχυες, ἄρουρα, AP9.384.14, Orph.L.269; κ. δίψει AP9.272 (Bianor), 7.536 (Alc.); of sound, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς… ἄϋσεν the shield rang dry, i.e. sharply, Il.13.40 II Act., drying, parching, πῦρ v.l. for καρχ- (q. v.), Nic.Th.691.
German (Pape)
[Seite 1331] (κάρφω), trocken, dürr; ὡς δ' ἄνεμος ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Od. 5, 368; ἀστάχυες Mens. Rom. 14 (IX, 384); vor Durst erschöpft, durstig, δίψῃ καρφαλέοι, κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο φεῦγον Il. 21, 541, alte v. l., wo jetzt καρχαλέοι steht; δίψει Bian. 4 (IX, 272); φάρυγξ δ. καρφ. Alc. Mess. 18 (VII, 536); vom Schalle, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος, dürr, heiser erklang der Schild, Il. 13, 409. Bei Nic. Th. 691 heißt das Feuer so, ausdörrend, brennend.
Greek (Liddell-Scott)
καρφᾰλέος: -α, -ον, (κάρφω) ξηρός, κατάξηρος, ὡς δ’ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Ὀδ. Ε. 369 (πρβλ. καρχαλέος)· δέρμα Ἱππ. Ἀφ. 1256, Προγν. 36· ἀστάχυες, ἄρουρα Ἀνθ. Π. 9. 384, 14, Ὀρφ. Λιθ. 266· καρφ. δίψῃ Ἀνθ. Π. 9. 272· -ἐπὶ ἤχου, καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπὶς… ἄϋσε, ἡ ἀσπὶς ἐξέβαλε ξηρὸν ἦχον (ὡς κοῖλον πρᾶγμα), Ἰλ. Ν. 409. ΙΙ. ἐνεργ., ξηραίνων, καταξηραίνων, πῦρ Νικ. Θηρ. 691.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
sec, aride, altéré ; fig. en parl. du son sec, dur.
Étymologie: κάρφω.
English (Autenrieth)
dry; of sound (cf. αὖον), Il. 13.409. (Il. and Od. 5.369.)
Greek Monolingual
καρφαλέος, -α, -ον (Α)
1. πολύ ξερός, κατάξερος (α. «ὡς δ' ἄνεμος... ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.
β. «καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπίς... ἄϋσεν» — η ασπίδα του έβγαλε ξερό, δηλ. οξύ ήχο, Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ξεραίνει κάτι («καρφαλέον πῡρ», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφω + κατάλ. -αλέος (πρβλ. αρπα-λέος, οκν-αλέος). Η λ. χρησιμοποιείται ως άλλος τ. του επιθ. καρχαλέος].
Greek Monotonic
καρφᾰλέος: -α, -ον (κάρφω), ξηρός, αποξηραμένος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ήχο, καρφαλέον ἀσπὶς ἄϋσε, η ασπίδα έβγαλε έναν ξερό ήχο, δηλ. υπόκωφο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
καρφᾰλέος: сухой, высохший: ἠΐων θημὼν καρφαλέων Hom. куча сухой соломы; κ. δίψει Anth. томимый жаждой.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρφαλέος -α -ον [κάρφω] droog, dor; van geluid hard, helder:. καρφαλέον... ἀσπίς... ἄυσεν het schild gaf een droge knal Il. 13.409.
Middle Liddell
καρφᾰλέος, η, ον κάρφω
dry, parched, Od.:—of sound, καρφαλέον ἀσπὶς ἄϋσε the shield rang dry, i. e. hollow, Il.