καχέκτης: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καχέκτης]], ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)<br /><b>1.</b> [[καχεκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το [[πολίτευμα]] ή με την [[πολιτική]] [[κατάσταση]] και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>(<i>ο</i>)- ( | |mltxt=[[καχέκτης]], ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)<br /><b>1.</b> [[καχεκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το [[πολίτευμα]] ή με την [[πολιτική]] [[κατάσταση]] και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>(<i>ο</i>)- ([[πρβλ]]. <i>κακ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>, [[πρβλ]]. μέλλ. <i>ἕξω</i>) με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>χ</i>- προ δασέος φθόγγου ([[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>έκτης</i>, <i>πλεον</i>-<i>έκτης</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰχέκτης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> находящийся в плохом состоянии, болезненный Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> злонамеренный (κ. καὶ [[στασιώδης]] Polyb.). | |elrutext='''κᾰχέκτης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> находящийся в плохом состоянии, болезненный Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> злонамеренный (κ. καὶ [[στασιώδης]] Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:27, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, (κακός, ἕξις) A in a bad habit of body, Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321. 2 metaph., disaffected in a political sense, Plb.1.68.10, 28.17.12, Cic.Att.1.14.6, Nech.in Cat.Cod.Astr.7.142.
German (Pape)
[Seite 1409] ὁ (ὃς κακῶς ἔχει), der sich übel befindet, zunächst vom üblen Zustande des Leibes u. der Gesundheit, Ggstz von ὑγιαίνων, Pol. 18, 15, 12; dann vom Geiste u. der Gesinnung, übelgesinnt, neben στασιώδης 1, 68, 10, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰχέκτης: -ου, ὁ, (κακός, ἕξις, ἔχω), ἐν κακῇ σωματικῇ καταστάσει ὤν, ὁ ἀσθενικός, ἀντίθετ. ὁ ὑγιής, ὁ εὐέκτης, οὕτω παρὰ Πολυβ. 18. 15, 12, οἱ καχέκται καὶ οἱ ὑγιαίνοντες ἀντιτίθενται· πολιτικῶς, κακῶς, δυσμενῶς διατεθειμένος, δυσηρεστημένος, διὸ συνάπτονται, καχέκται καὶ στασιώδεις 1. 68, 10· καχέκται καὶ κινητικοὶ 1. 68, 10.
Greek Monolingual
καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)
1. καχεκτικός
2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακο-) + -έκτης (< ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω) με τροπή του -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ευ-έκτης, πλεον-έκτης)].
Russian (Dvoretsky)
κᾰχέκτης: ου adj. m
1) находящийся в плохом состоянии, болезненный Polyb.;
2) злонамеренный (κ. καὶ στασιώδης Polyb.).