κλυτοεργός: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλυτοεργός]], -όν (Α)<br />[[ονομαστός]] για τα έργα του ή για την [[τέχνη]] του, [[κλυτοτέχνης]] («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), | |mltxt=[[κλυτοεργός]], -όν (Α)<br />[[ονομαστός]] για τα έργα του ή για την [[τέχνη]] του, [[κλυτοτέχνης]] («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>ιερο</i>-<i>εργός</i>, <i>φυτο</i>-<i>εργός</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:35, 23 August 2021
English (LSJ)
όν, A making κλυτὰ ἔργα: hence, = κλυτοτέχνης, epithet of Hephaestus, Od. 8.345; Τύχη AP10.64 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1457] berühmt durch schöne Werke, berühmter Künstler; Hephästus, Od. 8, 345; Τύχη, Agath. 65 (X, 64).
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτοεργός: -όν, (*ἔργω), περίφημος διὰ τὴν ἐργασίαν του, διὰ τὴν τέχνην του, ἑπομένως συνώνυμον τῷ κλυτοτέχνης, ἐπίθ, τοῦ Ἡφαίστου, Ὀδ. Θ. 345· Τύχη Ἀνθ. Π. 10. 64.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
célèbre par ses ouvrages ou son talent.
Étymologie: κλυτός, ἔργον.
Greek Monolingual
κλυτοεργός, -όν (Α)
ονομαστός για τα έργα του ή για την τέχνη του, κλυτοτέχνης («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. ιερο-εργός, φυτο-εργός].
Greek Monotonic
κλῠτοεργός: -όν (*ἔργω), περίφημος, ξακουστός για την εργασία του, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτοεργός: славящийся своими произведениями, замечательно искусный (Ἣφαιστος Hom.; Τύχη Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλυτοεργός -όν [κλυτός, ἔργον] vermaard om zijn kunstwerken.