κυαναυγής: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυαναυγής]], -ές, θηλ. και κυαναγέτις, -ιδος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βαθύχρωμη [[λάμψη]] (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ' ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», <b>Ευρ.</b><br />β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κυαναυγές</i><br />το βαθύ [[χρώμα]] του ουρανού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>κωμ.</b> (για τους διθυράμβους) μελανόστιλπνος, με σκοτεινή [[λάμψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ή <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο [[αὖγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκ</i>-<i>αυγής</i>, <i>χρυσ</i>-<i>αυγής</i>].
|mltxt=[[κυαναυγής]], -ές, θηλ. και κυαναγέτις, -ιδος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βαθύχρωμη [[λάμψη]] (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ' ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», <b>Ευρ.</b><br />β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κυαναυγές</i><br />το βαθύ [[χρώμα]] του ουρανού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>κωμ.</b> (για τους διθυράμβους) μελανόστιλπνος, με σκοτεινή [[λάμψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ή <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο [[αὖγος]]), [[πρβλ]]. <i>λευκ</i>-<i>αυγής</i>, <i>χρυσ</i>-<i>αυγής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:12, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠαναυγής Medium diacritics: κυαναυγής Low diacritics: κυαναυγής Capitals: ΚΥΑΝΑΥΓΗΣ
Transliteration A: kyanaugḗs Transliteration B: kyanaugēs Transliteration C: kyanavgis Beta Code: kuanaugh/s

English (LSJ)

ές, A dark-gleaming, ὀφρύες E.Alc.261 (lyr.); τὰς βολὰς τῶν ὀφθαλμῶν ἐστὶ κ. Alciphr.3.1; of the sea, κ. Ἀμφιτρίτη D.P. 169, etc.; πηγή Supp.Epigr.4.467.25 (Milet., iii A.D.); com. of dithyrambs, Ar.Av.1389.

German (Pape)

[Seite 1521] ές, dunkelblau od. schwarzglänzend, übh. schwarz; ὀφρύς, Eur. Alc. 261; vom Meere, Dion. Per. 169; von der Nacht, Orph. H. 2, 3; ἴον, Rufin. 15 (V, 74); τὰ λαμπρὰ γίγνεται ἀέρια καὶ σκότιά γε καὶ κυαναυγέα Ar. Av. 1389. – Auch in Prosa, τὸ κ., Luc. dom. 11.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰναυγής: -ές, ἔχων κυανῆν τινα ἢ σκοτεινὴν λάμψιν, ὀφρύες Εὐρ. Ἄλκ. 262· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Διον Π. 169, κτλ.· ― κωμικῶς ἐπὶ τῶν διθυράμβων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1389.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’un bleu ou d’un noir sombre et brillant.
Étymologie: κύανος, αὐγή.

Greek Monolingual

κυαναυγής, -ές, θηλ. και κυαναγέτις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει βαθύχρωμη λάμψη (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ' ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», Ευρ.
β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», Ορφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυαναυγές
το βαθύ χρώμα του ουρανού
3. μτφ. κωμ. (για τους διθυράμβους) μελανόστιλπνος, με σκοτεινή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -αυγής (< αὐγή ή < αμάρτυρο αὖγος), πρβλ. λευκ-αυγής, χρυσ-αυγής].

Greek Monotonic

κυᾰναυγής: -ές, αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰναυγής: темно-синий, иссиня-черный (ὀφρύς Eur.; ἴον Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυαναυγής -ές [κύανος, αὐγή] met donkere glans:. ὑπ ’ ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων kijkend van onder zijn donkere wenkbrauwen Eur. Alc. 261. met azuurblauwe glans (van een pauwenveer).

Middle Liddell

κυᾰν-αυγής, ές
dark-gleaming, Eur., Ar.