μελάγχιμος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάγχιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μαύρος]], [[σκοτεινός]] («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μελάγχιμα</i><br />μαύρες κηλίδες στο [[χιόνι]] («εἰ δ' ἐνέσται μελάγχιμα, [[δυσζήτητος]] ἔσται [ὁ [[λαγώς]]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>χιμ</i>-(μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>χειμ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[χεῖμα]], [[χειμών]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δύσ</i>-<i>χιμος</i>].
|mltxt=[[μελάγχιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μαύρος]], [[σκοτεινός]] («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μελάγχιμα</i><br />μαύρες κηλίδες στο [[χιόνι]] («εἰ δ' ἐνέσται μελάγχιμα, [[δυσζήτητος]] ἔσται [ὁ [[λαγώς]]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>χιμ</i>-(μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>χειμ</i>-, [[πρβλ]]. [[χεῖμα]], [[χειμών]]), [[πρβλ]]. <i>δύσ</i>-<i>χιμος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγχῐμος Medium diacritics: μελάγχιμος Low diacritics: μελάγχιμος Capitals: ΜΕΛΑΓΧΙΜΟΣ
Transliteration A: melánchimos Transliteration B: melanchimos Transliteration C: melagchimos Beta Code: mela/gximos

English (LSJ)

ον, poet. for μέλας, A black, dark, γυῖα, στρατός, A. Supp.719,745 (lyr.); φάρη Id.Ch.11; πέπλοι, οἶς, E.Ph.372, El.513; νύξ A.Pers.301; τὰ μ. dark spots in snow, X.Cyn.8.1, cf. Poll.5.66.— For the form cf. δύσχιμος.

German (Pape)

[Seite 117] (vgl. δύσχιμος), schwarz; λευκον ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, Aesch. Pers. 293, φάρεα, Ch. 11, γυῖα, Suppl. 700; πέπλος, Eur. Phoen. 375, γαίας πέδον, Rhes. 962; τὰ μελάγχιμα, = Vor., Poll. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχῐμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ μέλας, μαῦρος, σκοτεινός, γυῖα, στρατὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719, 745· φάρη ὁ αὐτ. ἐν Χο. 11· πέπλοι, ὄϊς Εὐρ. Φοίν. 371, Ἠλ. 513· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, μ. νὺξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 301 ― τὰ μελάγχιμα, μαῦραι κηλῖδες ἐπὶ τῆς χιόνος, Ξεν. Κυν. 8, 1, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 66. Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. δύσχιμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noir, sombre.
Étymologie: μέλας, -χιμος ; cf. δύσχιμος.

Greek Monolingual

μελάγχιμος, -ον (Α)
1. μαύρος, σκοτεινός («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μελάγχιμα
μαύρες κηλίδες στο χιόνι («εἰ δ' ἐνέσται μελάγχιμα, δυσζήτητος ἔσται [ὁ λαγώς]», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θ. χιμ-(μηδενισμένη βαθμίδα του θ. χειμ-, πρβλ. χεῖμα, χειμών), πρβλ. δύσ-χιμος].

Greek Monotonic

μελάγχῐμος: -ον, μαύρος, σκούρος, σε Αισχύλ., Ευρ. (σχηματίζεται από το μέλας, με κατάληξη -χιμος, όπως δύσ-χιμος από δυσ-).

Russian (Dvoretsky)

μελάγχῐμος: черный, темный (φάρεα, γυῖα, νύξ Aesch.; πέπλοι, οἶς Eur.).

Middle Liddell

μελάγχῐμος, ον
black, dark, Aesch., Eur. [Formed from μέλας, with termin. -χιμος, as δύσχιμος from δυσ-

English (Woodhouse)

black, of colour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)