ἄσθμα: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἄσθμα]] και [[ἆσθμα]])<br /><b>ιατρ.</b> η [[ασθένεια]], το [[άσθμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πνοή]], η [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> η ισχυρή [[πνοή]], το δυνατό [[φύσημα]] (ζώου ή του ανέμου)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λαχάνιασμα]]<br /><b>2.</b> ο [[επιθανάτιος]] [[ρόγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[άσθμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>άνσθμα</i>, που ανάγεται στην ΙΕ. [[ρίζα]] <i>an</i>(<i>∂</i>)- «[[φυσώ]], [[πνέω]]» του τ. [[άνεμος]]. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό [[επίθημα]] -<i>mņ</i>, το οποίο στην Ελληνική [[συχνά]] εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίθμα]]), ενώ το -<i>σ</i>- του τ. παραμένει ανεξήγητο (<b>[[πρβλ]].</b> [[ισθμός]]). Επίσης αμφισβητείται η [[ποσότητα]] του <i>α</i>- που παραδίδεται και ως μακρό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασθμαίνω]], [[ασθματικός]], [[ασθματώδης]]].
|mltxt=το (AM [[ἄσθμα]] και [[ἆσθμα]])<br /><b>ιατρ.</b> η [[ασθένεια]], το [[άσθμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πνοή]], η [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> η ισχυρή [[πνοή]], το δυνατό [[φύσημα]] (ζώου ή του ανέμου)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λαχάνιασμα]]<br /><b>2.</b> ο [[επιθανάτιος]] [[ρόγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[άσθμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>άνσθμα</i>, που ανάγεται στην ΙΕ. [[ρίζα]] <i>an</i>(<i>∂</i>)- «[[φυσώ]], [[πνέω]]» του τ. [[άνεμος]]. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό [[επίθημα]] -<i>mņ</i>, το οποίο στην Ελληνική [[συχνά]] εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό ([[πρβλ]]. [[ίθμα]]), ενώ το -<i>σ</i>- του τ. παραμένει ανεξήγητο ([[πρβλ]]. [[ισθμός]]). Επίσης αμφισβητείται η [[ποσότητα]] του <i>α</i>- που παραδίδεται και ως μακρό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασθμαίνω]], [[ασθματικός]], [[ασθματώδης]]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 15:59, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσθμα Medium diacritics: ἄσθμα Low diacritics: άσθμα Capitals: ΑΣΘΜΑ
Transliteration A: ásthma Transliteration B: asthma Transliteration C: asthma Beta Code: a)/sqma

English (LSJ)

ατος, τό, A short-drawn breath, panting, ἄσθμα καὶ ἱδρώς Il. 15.241; ἀργαλέῳ ἄσθματι ib.10; ὑπ' ἄσθματος κενοί A.Pers.484; ἄσθματι στρευγόμενος Tim.Pers.93; ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατεῖν Pl.R. 568d, cf. 556d; as symptom of anger, Phld.Ir.p.27 W.; death-rattle, Pi.N.10.74. II Medic., asthma, Hp.Aph.3.22(pl.), etc. III breath, breathing, Mosch.3.53, Luc.DDeor.11.2, Philum.Ven.36.3; blast, ἀρκτῴοις ἄσθμασι AP9.677 (Agath.); ἄ. φλογός Coluth.179; κεραυνοῦ Nonn.D.1.2. (On the accent v. Hdn.Gr.1.522.)

Greek Monolingual

το (AM ἄσθμα και ἆσθμα)
ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα
αρχ.-μσν.
1. η πνοή, η αναπνοή
2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου)
αρχ.
1. το λαχάνιασμα
2. ο επιθανάτιος ρόγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα an()- «φυσώ, πνέω» του τ. άνεμος. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό επίθημα -, το οποίο στην Ελληνική συχνά εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό (πρβλ. ίθμα), ενώ το -σ- του τ. παραμένει ανεξήγητο (πρβλ. ισθμός). Επίσης αμφισβητείται η ποσότητα του α- που παραδίδεται και ως μακρό.
ΠΑΡ. ασθμαίνω, ασθματικός, ασθματώδης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: short-drawn breath, panting, as medic. term asthma (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unclear. -θμα is known as a suffix (cf. ἴ-θμα), but derivation from h₂enh₁- breathe in ἄνεμος seems impossible: it would give ἀνε- (also as the result of zero grade *h₂nh₁-). For the -σ- cf. ἰ-σθμός. Chantr. gives the difficult comment: "dans le cas de ἄσθμα le σ donne une certaine valeur d'harmonie imitative." If he means that it is onomatopoetic, this could be supposed for the (whole) root ἀσ-.

Frisk Etymology German

ἄσθμα: {ásthma}
Grammar: n.
Meaning: schweres, kurzes Atmen, Keuchen, als mediz. Terminus Asthma (ion. poet. seit Il.).
Derivative: Davon das von den Medizinern gebrauchte Adj. ἀσθματικός, vereinzelt ἀσθματίας, ἀσθματώδης; ferner das Denominativum ἀσθμαίνω schwer atmen, keuchen (seit Il.); daneben die späte Bildung ἀσθμάζω (AB); unsicher ἀσθμάομαι (Pap., vgl. Kapsomenakis Voruntersuchungen 26 A. 4), wovon immerhin ἄσθμησις (Gloss.).
Etymology : Die Bildung von ἄσθμα ist im einzelnen etwas unklar. Jedenfalls ist es eine θμα-Ableitung (vgl. ἴθμα usw.), wahrscheinlich von an(ə)- atmen in ἄνεμος (s. d.). In der so gewonnenen Grundform *ἄνσθμα (vgl. die Literatur bei Schwyzer 337) bleibt das -σ- noch zu rechtfertigen; vgl. indessen ἰσθμός; ähnlich lat. hālāre hauchen, falls nach geläufiger Auffassung aus *an-slā- (denominativ). — Ältere Erklärungen bei Bq.
Page 1,161-162