ἐρωτύλος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐρωτύλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο [[επιρρεπής]] στον έρωτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ποθητός]], [[αγαπημένος]], [[ερωτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐρωτύλα ἀείδειν» — [[τραγουδώ]] ερωτικά τραγούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>υλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i>, το οποίο έχει υποκοριστική σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρκτύλος</i>, [[έρπυλλος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=ο (Α [[ἐρωτύλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο [[επιρρεπής]] στον έρωτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ποθητός]], [[αγαπημένος]], [[ερωτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐρωτύλα ἀείδειν» — [[τραγουδώ]] ερωτικά τραγούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>υλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i>, το οποίο έχει υποκοριστική σημ. ([[πρβλ]]. <i>αρκτύλος</i>, [[έρπυλλος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτύλος Medium diacritics: ἐρωτύλος Low diacritics: ερωτύλος Capitals: ΕΡΩΤΥΛΟΣ
Transliteration A: erōtýlos Transliteration B: erōtylos Transliteration C: erotylos Beta Code: e)rwtu/los

English (LSJ)

ὁ, Dor. word, A a darling, sweetheart, Theoc.3.7. II as Adj., ἐρωτύλα ἀείδειν sing love-songs, BionFr.7.10, cf. 13 : dub. as epithet of Ἔρος, PMag.Lond.121.471 (-τυλλ- Pap.). III name of a very small star, AP9.614 (Leont.). IV name of a gem, Ps. -Democr. ap. Plin.HN37.160.

German (Pape)

[Seite 1041] ὁ, eigtl. dim. von ἔρως, kleiner Liebesgott, wie man es auch Theocr. 3, 7 nehmen kann, oder Geliebter; ἐρωτύλα ἀείδειν, Liebeslieder singen, Bion. 3, 10. 13. – Bei Leont. schol. 15 (IX, 614) dunkel, μεγάλην παρ' ἅμαξαν ἐρωτύλος ἡδὺ φαείνει, geht wohl auf eine kleine Statue des Eros.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτύλος: ὁ, Δωρ. λέξις, ἀγαπητός, ἐράσμιος, Θεόκρ. 3. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐρωτύλα ἀείδειν, ᾄδω ᾄσματα ἐρωτικά, Βίων 3. 10, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l’amour.
Étymologie: ἔρως.

Greek Monolingual

ο (Α ἐρωτύλος)
νεοελλ.
αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο επιρρεπής στον έρωτα
αρχ.
1. ποθητός, αγαπημένος, ερωτικός
2. φρ. «ἐρωτύλα ἀείδειν» — τραγουδώ ερωτικά τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + επίθημα -υλ(λ)ος, το οποίο έχει υποκοριστική σημ. (πρβλ. αρκτύλος, έρπυλλος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἐρωτύλος: [ῠ], ὁ,
I. Δωρ. λέξη, αγαπημένος, αγαπητός, σε Θεόκρ.
II. ως επίθ., ἐρωτύλα ἀείδειν, τραγουδώ ερωτοτράγουδα, σε Βίωνα.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτύλος:
1) любимый, возлюбленный Theocr.;
2) божок любви Anth.

Middle Liddell

ἐρωτῠ́λος, ὁ,
I. doric word, a darling, sweetheart, Theocr.
II. as adj., ἐρωτύλα ἀείδειν to sing love-songs, Bion.