Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱππήλατος: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱππήλατος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διατρέχεται από άλογα, [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] ή [[αρματοδρομία]] («[[ἱππήλατος]] [[ὁδός]]» — [[αμαξιτός]] [[δρόμος]], <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εύκολος]], [[ευχερής]]<br /><b>3.</b> εύκολα [[προσιτός]] («τὴν καρδίαν ἱππήλατον τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασιν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱππήλατον [[ἔργον]] Ἀθήνης» — ο Δούρειος [[ίππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θε</i>-<i>ήλατος</i>, <i>ον</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱππήλατος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διατρέχεται από άλογα, [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] ή [[αρματοδρομία]] («[[ἱππήλατος]] [[ὁδός]]» — [[αμαξιτός]] [[δρόμος]], <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εύκολος]], [[ευχερής]]<br /><b>3.</b> εύκολα [[προσιτός]] («τὴν καρδίαν ἱππήλατον τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασιν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱππήλατον [[ἔργον]] Ἀθήνης» — ο Δούρειος [[ίππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. <i>θε</i>-<i>ήλατος</i>, <i>ον</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππήλᾰτος Medium diacritics: ἱππήλατος Low diacritics: ιππήλατος Capitals: ΙΠΠΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: hippḗlatos Transliteration B: hippēlatos Transliteration C: ippilatos Beta Code: i(pph/latos

English (LSJ)

ον, A fit for horsemanship or driving, νῆσος Od.4.607; γαῖα 13.242; ὁδὸς ἱ. chariot-road, Luc.Rh.Pr.3, Poll.9.37; ἱ. οἶδμα Nonn.D.20.157; θάλασσα Agath.4.29, cf. 5.11; ἱ. ἔργον Ἀθήνης, i.e. the Trojan horse, Tryph.2; τὸ δι' ἡδονῆς καθάπερ ἱ. τι χωρίον Porph.Marc.6.

German (Pape)

[Seite 1258] = ἱππηλάσιος, z. B. νῆσος, worauf man fahren od. reiten kann, Od. 4, 607. 13, 242; Sp., ὁδός, Fahrweg, Luc. praec. rhet. 3. – Aber ἔργον ἱππ. nennt Tryph. 2 das trojanische Pferd.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω) ἁρμόδιος πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν (ὡς τὸ παρὰ πεζογράφοις ἱππάσιμος), οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ. 607· γαῖα Ν. 242· ὡσαύτως, ὁδὸς ἱππ., ὁδὸς ἁμαξιτός, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 3, Πολυδ. Θ΄, 37· οὕτως, ἱππ. οἶδμα Νόνν. Δ. 20. 157· - ἱππ. ἔργον Ἀθήνης, δηλ. ὁ Δούρειος ἵππος, Τρυφιόδ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
praticable pour les chevaux.
Étymologie: ἵππος, ἐλαύνω.

English (Autenrieth)

passable with chariots, adapted to driving horses. (Od.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱππήλατος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία»)
αρχ.
1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομίαἱππήλατος ὁδός» — αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.)
2. εύκολος, ευχερής
3. εύκολα προσιτός («τὴν καρδίαν ἱππήλατον τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασιν», Κύριλλ.)
3. φρ. «ἱππήλατον ἔργον Ἀθήνης» — ο Δούρειος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. θε-ήλατος, ον-ήλατος. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει].

Greek Monotonic

ἱππήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), κατάλληλος για ιππασία ή αρματηλασία, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππήλᾰτος: Hom., Luc. = ἱππηλάσιος.

Middle Liddell

ἱππ-ήλᾰτος, ον ἐλαύνω
fit for horsemanship or driving, of countries, Od.