εὐθαρσής: Difference between revisions
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐθαρσής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ [[θάρρος]], ο [[θαρραλέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μεταφραστές) ο [[τολμηρός]]<br /><b>2.</b> ο [[ασφαλής]], ο [[ακίνδυνος]] («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν [[φανερά]] και εκείνα τα οποία [[πρέπει]] να φοβάται [[κάποιος]] και εκείνα για τα οποία [[πρέπει]] να [[είναι]] [[θαρραλέος]], Ίππαρχ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευθαρσώς]] (ΑΜ εὐθαρσῶς)<br />με [[θάρρος]], με [[τόλμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]] «[[θάρρος]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐθαρσής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ [[θάρρος]], ο [[θαρραλέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μεταφραστές) ο [[τολμηρός]]<br /><b>2.</b> ο [[ασφαλής]], ο [[ακίνδυνος]] («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν [[φανερά]] και εκείνα τα οποία [[πρέπει]] να φοβάται [[κάποιος]] και εκείνα για τα οποία [[πρέπει]] να [[είναι]] [[θαρραλέος]], Ίππαρχ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευθαρσώς]] (ΑΜ εὐθαρσῶς)<br />με [[θάρρος]], με [[τόλμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]] «[[θάρρος]]»), [[πρβλ]]. [[δορυθαρσής]], [[λυκοθαρσής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A of good courage, h. Mart.9 (v.l.), A.Ag. 930, Supp.249, E.El.526; ἐν τοῖς δεινοῖς X.Ages.11.10; πρὸς κίνδυνον D.S. 11.35; τὸ εὐθαρσῆ εἶναι Andronic. Rhod. p.575 M.: Comp. -έστερος Diph. 111, Plu.2.69a; of bolder interpreters, Ph.1.606: Sup. -έστατος X. HG7.1.9. Adv. -ῶς, ἔχειν πρός τι Arist. EN1115a21. 2 safe, secure, τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐ. X. Eq.Mag.4.11.
German (Pape)
[Seite 1068] ές, unerschrocken, gutes Muthes, herzhaft; H. h. 7, 9; Aesch. Ag. 904 Suppl. 947; Eur. El. 526; Xen. Hell. 7, 19; ἐν τοῖς δεινοῖς Ages. 11, 10, öfter, wie Folgde; πρὸς τὸν κίνδυνον D. Sic. 11, 35; auch vom Pferde, Poll. 1, 195; – Xen. Hipparch. 4, 11 αἱ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ, die offenen, sichtbaren Wachtposten zeigen, wo Gefahr u. wo Sicherheit ist, wo man getrost sein kann. – Adv. εὐθαρσῶς, Aesch. Suppl. 246; ἔχειν πρός τι, dem δειλός entgeggstzt, Arist. Eth. 3, 6.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθαρσής: -ές, πλήρης θάρρους, εὔτολμος, Ὁμ. Ὕμν. 7. 9, Αἰσχύλ. Ἀγ. 930, Εὐρ. Ἠλ. 526· ἐν τοῖς δεινοῖς Ξεν. Ἀγησ. 11. 10· πρὸς κίνδυνον Διόδ. 11. 35. - Συγκρ. -έστερος Πλούτ. 2. 69Α: Ὑπερθ. -έστατος Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 9: - Ἐπιρρ., λέγ’ εὐθαρσῶς Αἰσχύλ. Ἱκ. 249· εὐθαρσῶς ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 4. 2) ἀσφαλής, ἀκίνδυνος, τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθ. Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a bon courage, ferme, hardi;
Cp. εὐθαρσέστερος, Sp. εὐθαρσέστατος.
Étymologie: εὖ, θάρσος.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐθαρσής, -ές)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος
αρχ.
1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός
2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία πρέπει να φοβάται κάποιος και εκείνα για τα οποία πρέπει να είναι θαρραλέος, Ίππαρχ.).
επίρρ...
ευθαρσώς (ΑΜ εὐθαρσῶς)
με θάρρος, με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαρσης (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυθαρσής, λυκοθαρσής].
Greek Monotonic
εὐθαρσής: -ές (θάρσος)·
1. τολμηρός, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.
2. ασφαλής, ακίνδυνος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐθαρσής:
1) бесстрашный, смелый (ἥβη HH; Δαναός Aesch.; Ὀρέστης Eur.; ἐν τοῖς δεινοῖς Xen., Arst.; πρὸς κίνδυνον Diod.; εὐ. καὶ πρόθυμος Plut.);
2) нестрашный, не внушающий страха, не представляющий опасности: τὰ εὐθαρσῆ Xen. безопасные места.
Middle Liddell
εὐ-θαρσής, ές θάρσος
1. of good courage, Hhymn., Aesch., etc.
2. giving courage, secure, Xen.