κρατησίμαχος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρατησίμαχος]], ὁ (Α)<br />ο [[νικητής]] σε [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρατησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κρατησίμαχος]], ὁ (Α)<br />ο [[νικητής]] σε [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρατησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. [[θρασύμαχος]], [[πολύμαχος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A conquering in the fight, Id.P.9.86.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτησίμᾰχος: -ον, νικῶν ἐν τῇ μάχῃ, Πινδ. Π. 9. 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui l’emporte dans le combat.
Étymologie: κρατέω, μάχη.
English (Slater)
κρᾰτηςῐμᾰχος
1 victorious in battle τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.86)
Greek Monolingual
κρατησίμαχος, ὁ (Α)
ο νικητής σε μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύμαχος, πολύμαχος].
Greek Monotonic
κρᾰτησίμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που επικρατεί στη μάχη, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰτησίμᾰχος: (ῐ) побеждающий в бою (σθένος Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατησίμαχος -ον [κρατέω, μάχη] in de strijd overwinnend.
Middle Liddell
κρᾰτησί-μᾰχος, ον μάχη
conquering in the fight, Pind.