ἀπαιτέω: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apaiteo | |Transliteration C=apaiteo | ||
|Beta Code=a)paite/w | |Beta Code=a)paite/w | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[demand back]], [[demand to have returned]], | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[demand back]], [[demand to have returned]], especially of things forcibly taken or rightfully belonging to one, <span class="bibl">Hdt.1.2</span>; εἰ μὲν βούλεσθε, αἰτῶ, εἰ δὲ μὴ βούλεσθε, ἀπαιτῶ <span class="bibl">And.2.22</span>; <b class="b3">τὸ μισθάριον γὰρ ἂν ἀπαιτῇς</b> <span class="bibl">Diph.43.34</span>; τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ <span class="title">BCH</span>7.278 (Tralles); τὴν ψυχήν <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>12.20</span>; <b class="b3">ἀ. τινά τι</b> [[demand]] something [[of]] one, <span class="bibl">Hdt. 8.122</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>963</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>554</span>, <span class="bibl">D.1.22</span>; εὐθύνας ἀ. τινά <span class="bibl">Id.18.245</span>; also ἀ. ὅπλα τοῦ πατρός <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>362</span>; χάριν ἀ. τινά <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>241a</span>, etc.; τι παρά τινος <span class="bibl">Arist. <span class="title">de An.</span>408a18</span>; also ἀ. δίκην ἐξ ἀδίκων <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>398</span>; λόγον ἀ. τινὰ περί τινος <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>599b</span>; <b class="b3">ἀ. ὑπέρ τινος</b> ib.<span class="bibl">612d</span>; ἀ. ὑποσχέσεις <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1164a17</span>: c. inf., ἀ. τινὰ ποιεῖν τι <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>385</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[call down on oneself]], ποινάς <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.59a</span> (and so Med., ib.<span class="bibl">58a</span>). </span><span class="sense"><span class="bld">c</span> of things, [[require]], νοῦσοι -έουσι σικύην <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.10</span>; περίοδος ἀ. μῆνα τρισκαιδέκατον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Agis</span>16</span>: abs., ὅταν αἱ χρεῖαι -ῶσιν <span class="bibl">Ael. <span class="title">Tact.</span>15.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[inquire]], ἀπαιτήσομεν αὐτὸν τίνες εἰσίν <span class="bibl">Str.12.3.24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., of things, to [[be demanded in payment]], <span class="bibl">Hdt.5.35</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of persons, [[have demanded of one]], ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν <span class="bibl">X.<span class="title">Ap.</span>17</span>; τὸ τῆς ψυχῆς χρέος <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>15.8</span>; ἀποδώσειν ὅταν ἀπαιτῆται <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1058.33</span> (i B.C.); [[yield to a request]], <b class="b3">οὐκ ἀπαιτούμεσθα</b>, answering to <b class="b3">ἀπαιτῶ σκῆπτρα</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>602</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:00, 14 September 2021
English (LSJ)
A demand back, demand to have returned, especially of things forcibly taken or rightfully belonging to one, Hdt.1.2; εἰ μὲν βούλεσθε, αἰτῶ, εἰ δὲ μὴ βούλεσθε, ἀπαιτῶ And.2.22; τὸ μισθάριον γὰρ ἂν ἀπαιτῇς Diph.43.34; τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ BCH7.278 (Tralles); τὴν ψυχήν Ev.Luc.12.20; ἀ. τινά τι demand something of one, Hdt. 8.122, E.Hel.963, Ar.Av.554, D.1.22; εὐθύνας ἀ. τινά Id.18.245; also ἀ. ὅπλα τοῦ πατρός S.Ph.362; χάριν ἀ. τινά Pl.Phdr.241a, etc.; τι παρά τινος Arist. de An.408a18; also ἀ. δίκην ἐξ ἀδίκων A.Ch.398; λόγον ἀ. τινὰ περί τινος Pl.R.599b; ἀ. ὑπέρ τινος ib.612d; ἀ. ὑποσχέσεις Arist.EN1164a17: c. inf., ἀ. τινὰ ποιεῖν τι E.Supp.385. b call down on oneself, ποινάς Jul.Or.2.59a (and so Med., ib.58a). c of things, require, νοῦσοι -έουσι σικύην Aret.CA1.10; περίοδος ἀ. μῆνα τρισκαιδέκατον Plu.Agis16: abs., ὅταν αἱ χρεῖαι -ῶσιν Ael. Tact.15.1. 2 inquire, ἀπαιτήσομεν αὐτὸν τίνες εἰσίν Str.12.3.24. II Pass., of things, to be demanded in payment, Hdt.5.35. 2 of persons, have demanded of one, ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν X.Ap.17; τὸ τῆς ψυχῆς χρέος LXX Wi.15.8; ἀποδώσειν ὅταν ἀπαιτῆται BGU1058.33 (i B.C.); yield to a request, οὐκ ἀπαιτούμεσθα, answering to ἀπαιτῶ σκῆπτρα, E.Ph.602.
German (Pape)
[Seite 275] 1) ab-, zurückfordern, Ἑλένην Her. 1, 3; ὅπλα τοῦ πατρός Soph. Phil. 362; bes. von Dingen, die man von Rechtswegen fordert, eintreiben, δίκας ἐξ ἀδίκων Aesch. Ch. 392; τὴν ἀρχὴν τὸν Δία Ar. Av. 554; μισθόν τινα Xen. An. 7, 6, 17; τὰ ὅπλα ἀπαιτεῖ, ἑαυτοῦ γὰρ εἶναί φησιν 2, 5, 38; ἀπῄτουν σε, ἃ ὑπέσχου 7, 7, 21; λόγον τινά, Rechenschaft fordern, Plat. Rep. X, 599 b; τὸ δάνειον Dem. 34, 12; χρήματα Lept. 11; χρέος ἀπαιτεῖσθαι, um eine Schuld gemahnt werden; τινὰ χάριν ἀντί τινος Lys. 18, 23; pass., ἐμὲ μηδ' ὑφ' ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Xen. Apol. 17. Ein übertragenes Amt wieder abnehmen, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιτέω: μέλλ. -ήσω: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ νά μοι ἐπιστραφῇ τι, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων, εἰλημμένων διὰ τῆς βίας, ἢ δικαίως ἀνηκόντων ἐμοί, Ἡρόδ. 1. 2, 3, Ἀνδοκ. 22. 29· τὸ μισθάριον γὰρ… ἂν ἀπαιτῇς Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 34: - ἀπ. τινά τι, ἀπαιτῶ τι παρά τινος, Ἡρόδ. 8. 122, Εὐρ. Ἑλ. 963, Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· ὡσαύτως, ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρὸς Σοφ. Φ. 362· χάριν ἀπ. τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α, Δημ., κτλ.· τι παρά τινος Ἀριστ. Περὶ ψυχ. 1. 4, 6· ὡσαύτως, ἀπ. δίκην ἔκ τινος Αἰσχύλ. Χο. 398· λόγον ἀπ. τινα περί τινος Πλάτ. Πολ. 599Β· ὑπέρ τινος αὐτόθι 612D· ἀπ. ὑπόσχεσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 4· μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινα ποιεῖν τι Εὐρ. Ἱκ. 385. ΙΙ. παθ., ἐπὶ πραγμάτων, ἀπαιτοῦμαι, ἅμα δὲ ἐπίεζέ μιν ἡ δαπάνη τῆς στρατιῆς ἀπαιτεομένη Ἡρόδ. 5. 35. 2) ἐπὶ προσώπων, τὸ δ’ ἐμὲ μὲν μηδ’ ὑφ’ ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Ξεν. Ἀπολ. 17· ἀπ. τὸ τέλος Συλλ. Ἐπιγρ.1988. 8: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω εἰς ἀπαίτησιν, οὐκ ἀπαιτούμεθα, «οὐ χρεωστοῦμεν» (Σχόλ.), εἰς ἀπάντησιν πρὸς τὸ ἀπαιτῶ σκῆπτρα, Εὐρ. Φοίν. 602.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἀπῄτουν, f. ἀπαιτήσω, pf. ἀπῄτηκα;
1 redemander, acc.;
2 demander une chose à laquelle on a droit : ἀπ. δίκην ἔκ τινος ESCHL demander justice à qqn ; ἀπ. τινά τι réclamer qch à qqn.
Étymologie: ἀπό, αἰτέω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [3.a plu. imper. med. ἀπαιτείσθωσαν POxy.1414.2 (III d.C.)]
I c. suj. de pers.
1 pedir la devolución o reclamar la entrega de alguien o algo a lo que se tiene derecho, c. ac. de pers. o cosa τὴν θυγατέρα (Μηδείην) Hdt.1.2, Ἑλένην Hdt.1.3, τὴν παραθήκην Hdt.6.86α, σκῆπτρα E.Ph.601, εἰ μὲν βούλεσθε, αἰτῶ, εἰ δὲ μὴ βούλεσθε, ἀπαιτῶ And.2.22, νεκρούς E.Supp.725, Th.3.113, τὴν σωτηρίαν E.Or.678, τἀργύριον Ar.Nu.1247, τὰς ναῦς Th.4.23, Πύλον Th.5.35, τὸ μισθάριον Diph.43.34, τέλθος ... ἑκατὸν βόας Call.Cer.77, τὴν ψυχήν Eu.Luc.12.20
•exigir δίκαν A.Ch.398, τά θ' ὅπλ' ἀπῄτουν τοῦ πατρός S.Ph.362, τὰς αἰτίας Plu.2.28b, τὰς χρείας Plu.2.820b, en v. pas. ἡ δαπάνη ... ἀπαιτεομένη Hdt.5.35
•en gener. exigir, pedir c. ac. de pers. y de cosa μνηστῆρ[ας] ... ὅρκια πιστά Hes.Fr.204.78, αὐτοὺς τὰ ἀριστήια Hdt.8.122, τὴν ἐμὴν δάμαρτά σε E.Hel.963, τὴν ἀρχὴν τὸν Δι' Ar.Au.554, Πασαγὰς αὐτόν D.1.22, ἔμ' ... εὐθύνας D.18.245, αὐτὸν χάριν Pl.Phdr.241a
•en v. pas. ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίας X.Ap.17, τὸ τῆς ψυχῆς χρέος LXX Sap.15.8
•c. ac. de pers. e inf. σ' ἀπαιτεῖ ... θάψαι νεκρούς E.Supp.385
•c. prep. ταῦτα ... παρ' ἐμοῦ D.18.245, τοῦτο ... παρ' Ἐμπεδοκλέους Arist.de An.408a18
•c. inf. ἀπαιτῶ ... ἡμᾶς ὁμολογεῖν pido que nosotros reconozcamos Pl.R.612d, ἀπ<αιτ>εῖ δίκην <ἑλεῖ>ν Antipho Soph.B 44A.6.29
•en v. med. reclamar para sí ποινάς Iul.Or.3.59a
•tb. c. sent. permisivo admitir una reclamación οὐκ ἀπαιτούμεσθα E.Ph.602
•abs. reclamar Is.3.78, en v. pas. ἀποδώσειν ὅταν ἀπαιτῆται que pagará cuando se le reclame, BGU 1058.33 (I a.C.)
•reclamar una deuda Phoc.6.2
•cobrar impuestos, PMich.577.11.
2 preguntar c. ac. de pers. e interr. ind. αὐτόν, τίνες εἰσίν οἱ ... Str.12.3.24.
II c. suj. de cosas exigir, requerir c. ac. τρόπαια ὕμνους Gorg.B 5b, αἱ νοῦσοι, ὁκόσαι ... ἀπαιτέουσι σικύην Aret.CA 1.10.12, μῆνα τρισκαιδέκατον ἀπαιτούσης ... τῆς περιόδου Plu.Agis 16, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ GVI 1955.6 (Tralles I d.C.)
•abs. ὡς ἂν ἀπαιτῇ τὸ πρᾶγμα Ael.Tact.15.1
•en v. pas. τὸ ἀπότακτον τοῦτο ἐκ Χαιρήμονος PFay.39.17 (II d.C.)
•gram. regir ἐπιθετικὸν ὄνομα A.D.Adu.120.23, cf. Synt.91.6.
English (Strong)
from ἀπό and αἰτέω; to demand back: ask again, require.
English (Thayer)
ἀπαίτω; to ask back, demand back, exact something due (σήμερον δανειει καί αὔριον ἀπαιτήσει): τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν (Tr WH αἰτοῦσιν) thy soul, intrusted to thee by God for a time, is demanded back, τό τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθείς χρέος). (In Greek writings from Herodotus down.)
Greek Monotonic
ἀπαιτέω: μέλ. -ήσω,
I. απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι, εγείρω απαίτηση, σε Ηρόδ.· ἀπαιτῶ τί τινα, απαιτώ κάτι από κάποιον, στον ίδ., Αττ.· ἀπαιτῶ τὰὅπλα τοῦ πατρός, σε Σοφ.· επίσης, χάριν ἀπαιτῶ τινα, σε Πλάτ.
II. Παθ.,
1. λέγεται για πράγματα, απαιτούμαι προς πληρωμή, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, μου έχει προβληθεί απαίτηση από κάποιον· ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαιτέω:
1) настаивать на возврате, требовать обратно (τινα Her. и τί τινος Soph.);
2) требовать (τινά τι Arph., Xen., Plat.; τι παρά τινος Arst. и τινα ποιεῖν τι Aesch.; τι ἀντί τινος Arph.): ἀ. τινα λόγον Plat. требовать с кого-л. отчета; δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀ. Aesch. требовать наказания виновных;
3) pass. быть требуемым (δαπάνη ἀπαιτεομένη Her.), но тж. получать требуемое: ἀπαιτέομαί τι ὑπό τινος Xen. кто-л. требует с меня чего-л.; однако: οὐκ ἀπαιτούμεσθα Eur. (pl. = sing.) предъявленное мне требование несправедливо.
Middle Liddell
I. to demand back, demand, Hdt.:— ἀπ. τί τινα to demand something of one, Hdt., attic; ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρός Soph.; also, χάριν ἀπ. τινα Plat.
II. Pass., of things, to be demanded in payment, Hdt.
2. of persons, to have demanded of one, ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Xen.
Chinese
原文音譯:¢paitšw 阿普-埃帖哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:從-請求 相當於: (נָגַשׂ)
字義溯源:要求還報,要,要回來,請求,拯救出來;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(αἰτέω)*=問)組成
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 他們⋯要(1) 路12:20;
2) 要回來(1) 路6:30