χλευασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[χλευάζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[χλευάζω]], [[εμπαιγμός]] («ταῦτα ὕβριν [[εἶναι]] καὶ χλευασμὸν αὐτοῡ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειρωνεία]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[χλευάζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[χλευάζω]], [[εμπαιγμός]] («ταῦτα ὕβριν [[εἶναι]] καὶ χλευασμὸν αὐτοῦ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειρωνεία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:15, 1 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλευασμός Medium diacritics: χλευασμός Low diacritics: χλευασμός Capitals: ΧΛΕΥΑΣΜΟΣ
Transliteration A: chleuasmós Transliteration B: chleuasmos Transliteration C: chlevasmos Beta Code: xleuasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A = χλευασία, D.18.85, Plb. 18.6.5, Phld.Herc.1457.9(pl.), etc.; μετὰ χλευασμοῦ Plb.8.6.5; ἐπὶ χλευασμῷ Plu.2.277c; as a figure of speech, irony, Anon.Fig.p.213S. 2 mockery, χ. εἶναι τὸ χρῆμα ἡγούμενος Plu.Pomp.36; piece of impertinence, Id.Arat.39.

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, = χλευασία; Dem. 18, 85 αἰσχύνην τῇ πόλει συμβᾶσαν ἢ χλεύασμα ἢ γέλωτα; Folgde, wie Pol. 8, 8,5 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

χλευασμός: ὁ, ἐμπαιγμὸς μετὰ χλεύης, Δημ. 254. 3, Πολύβ. , κλπ.· πὶ ἐχλευασμῷ Πολύβ. 8. 8, 5, κλπ.. - ὡς τρόπος τοῦ λέγειν ἢ σχῆμα ῥητορικόν, εἰρωνεία, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. σ, 724. 2) ἀστεῖα παιδιά, «ἀστεῖον», χ. ἐστί τι Πλουτ. Πομπ. 36, Ἄρατ. 39.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 raillerie;
2 plaisanterie.
Étymologie: χλευάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ χλευάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χλευάζω, εμπαιγμός («ταῦτα ὕβριν εἶναι καὶ χλευασμὸν αὐτοῦ», Πλούτ.)
αρχ.
ειρωνεία.

Greek Monotonic

χλευασμός: ὁ,
1. = χλευασία, σε Δημ.
2. αστείο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χλευασμός:
1) насмешка, осмеяние Dem., Polyb., Plut.;
2) шутка: χλευασμὸν εἶναι τὸ χρῆμα ἡγούμενος Plut. полагая, что это шутка.

Middle Liddell

χλευασμός, οῦ, ὁ,
1. = χλευασία, Dem.
2. a joke, Plut.

English (Woodhouse)

badinage, mockery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)