σχολαστής: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχολαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ [[σχολαστικός]]; , ὁ [[ἄνευ]] ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. [[ὄχλος]] ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22.
|lstext='''σχολαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ [[σχολαστικός]];, ὁ [[ἄνευ]] ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. [[ὄχλος]] ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:00, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολαστής Medium diacritics: σχολαστής Low diacritics: σχολαστής Capitals: ΣΧΟΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: scholastḗs Transliteration B: scholastēs Transliteration C: scholastis Beta Code: sxolasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who lives at ease, man of leisure, Com.Adesp.119, LXXEx.5.17, Plu.Brut.3. II as adjective, leisurely, idle, βίος Id.Cic.3,2.135b; ἀργὸς καὶ σ. ὄχλος Id.Sol.22.

German (Pape)

[Seite 1058] ὁ, müßig, unthätig, βίος, Plut., ὄχλος Sol. 22.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαστής: -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ σχολαστικός;, ὁ ἄνευ ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, βίος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. ὄχλος ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
oisif, désœuvré ; adj. σχολαστὴς βίος PLUT vie oisive.
Étymologie: σχολάζω.

Greek Monolingual

-οῡ, ὁ, Α σχολάζω
1. τεμπέλης
2. ως επίθ. τεμπέλικος («σχολαστὴς βίος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

σχολαστής: -οῦ, ὁ (σχολάζω),
I. αυτός που περνάει τη ζωή του στη σχόλη, που αναπαύεται διαρκώς, σε Πλούτ.
II. ως επίθ., αυτός που δεν ασχολείται με τίποτε, που βρίσκεται σε απραξία, άεργος, αδρανής· βίος, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχολαστής -οῦ, ὁ [σχολάζω] iem. die over vrije tijd kan beschikken. nietsnut. Plut. Sol. 22.3. die zijn tijd aan studie besteedt, kamergeleerde. Plut. Cic. 3.3.

Russian (Dvoretsky)

σχολαστής: οῦ adj. m
1) праздный (βίος Plut.);
2) преданный научным или литературным занятиям Plut.

Middle Liddell

σχολαστής, οῦ, ὁ, σχολάζω
I. one who lives at ease, Plut.
II. as adj. leisurely, idle, βίος Plut.