διαπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαπήγνῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> застывать, замерзать ([[στέαρ]] διαπεπηγὸς διὰ τὸν χειμῶνα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> med. сколачивать, скреплять (σχεδίας διαπηξάμενος Luc. - v. l. πηξάμενος).
|elrutext='''διαπήγνῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> застывать, замерзать ([[στέαρ]] διαπεπηγὸς διὰ τὸν χειμῶνα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> med. сколачивать, скреплять (σχεδίας διαπηξάμενος Luc. - [[varia lectio|v.l.]] πηξάμενος).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:30, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπήγνῡμι Medium diacritics: διαπήγνυμι Low diacritics: διαπήγνυμι Capitals: ΔΙΑΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: diapḗgnymi Transliteration B: diapēgnymi Transliteration C: diapignymi Beta Code: diaph/gnumi

English (LSJ)

A fix or thrust through, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Antipho 3.3.5; transfix, διέπᾱξε σιδάρῳ Epigr.inPTeb.3.29 (i B.C.). II freeze hard, Thphr.Vent.54: pf. -πέπηγα, intr., to be frozen, Arist.Mir.835a30. III Med., δ. σχεδίας get them put together, Luc.DMort.12.5.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πήγνυμι), dazwischen befestigen, einfugen, übh. zusammenfügen, σχεδίας, Luc. D. Mort. 12. 5, im med.

Greek (Liddell-Scott)

διαπήγνυμι: ἐμπηγνύω διὰ μέσου, μεταξύ, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Ἀντιφῶν 123. 4. ΙΙ. παγώνων καθιστῶ τι σκληρόν, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 54· - πρκμ. τοῦ διαπήγνυμαι, -πέπηγα, εἶμαι πεπηγώς, Ἀριστ. Θαυμασ. 67. ― Μέσ., δ. σχεδίας, ἐνεργῶ ὥστε νὰ συμπηχθῶσι, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 5.

French (Bailly abrégé)

ficher ou enfoncer à travers;
Moy. διαπήγνυμαι ajuster en fixant (les unes contres les autres les planches d’un radeau).
Étymologie: διά, πήγνυμι.

Spanish (DGE)

I 1clavar διὰ τῶν ἑαυτοῦ πλευρῶν διαπῆξαι τὸ ἀκόντιον Antipho 3.3.5, δόρασιν αὐτὰ (ὅπλα) ... ἐς τὴν γῆν App.BC 2.105
traspasar σιδάρῳ Asclep.1136P.
2 enclavar, fijar θυσιαστήριον Cyr.Al.M.68.289D, ἁγίαν σκηνήν Cyr.Al.M.68.696B, cf. 289D
fig., en v. med. consolidar ὁ σταυρὸς ὁ διαπηξάμενος τὰ πάντα λόγῳ A.Io.99.1
náut., en v. med. ensamblar, armar σχεδίας Luc.DMort.25.5
fig. fijar, establecer τὸν τῆς ἀναστάσεως ... ὅρον Ath.Al.M.26.1117B
en v. med. quedar fijado a τὸ παλίρρουν τῆς γνώμης εἰς στάσιμον εὐσεβείας πίστιν διαπήγνυσθαι Phot.Bibl.188b11.
II solidificar, congelar οὐ μὴν ἀλλά γε τὸ πλεῖον διέπηξεν ἢ εἰς ὕδωρ διέλυσεν (ὁ βορέας) Thphr.Vent.54, en v. pas. πέλανος ὁ διαπεπηγμένος Sch.A.R.1.1075-77b
en v. med. solidificarse, hacerse denso, tomar consistencia τὸ τῆς ἄρκτου στέαρ ... διὰ τὸν χειμῶνα Arist.Mir.835a30.

Greek Monolingual

(Α) βλ. διαπηγνύω.

Greek Monotonic

διαπήγνυμι: μέλ. -πήξω, μπήγω, σταθεροποιώ, καρφώνω — Μέσ., δ. σχεδίας, τις στερεώνω μαζί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαπήγνῡμι:
1) застывать, замерзать (στέαρ διαπεπηγὸς διὰ τὸν χειμῶνα Arst.);
2) med. сколачивать, скреплять (σχεδίας διαπηξάμενος Luc. - v.l. πηξάμενος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πήγνυμι, med. in elkaar zetten.

Middle Liddell

fut. -πήξω
to fix thoroughly:— Mid., δ. σχεδίας to get rafts put together, Luc.