παλινάγρετος: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλινάγρετος''': -ον, ([[ἀγρέω]]) ὁ [[ὀπίσω]] λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, [[ἀμετάκλητος]] [[λόγος]], Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· | |lstext='''πᾰλινάγρετος''': -ον, ([[ἀγρέω]]) ὁ [[ὀπίσω]] λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, [[ἀμετάκλητος]] [[λόγος]], Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· συχν. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 14:50, 31 January 2022
English (LSJ)
ον, (ἀγρέω) A to be taken back or recalled, οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν irrevocable, Il.1.526; π. ἀάτη Hes.Sc.93; νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι Theoc. 29.28; π. αἰών, ἀρχή, etc., Nonn.D.3.255, 6.175, al.; recoverable, of an element, Numen. ap. Eus.PE15.17. 2 retracting his words, of the philosopher Arcesilaus, Id.ib.14.5.
German (Pape)
[Seite 450] zurückgenommen, zurückzunehmen, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Uebh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ὁ ὀπίσω λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ἀμετάκλητος λόγος, Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· συχν. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut changer, révocable.
Étymologie: πάλιν, ἀγρέω.
English (Autenrieth)
(ἀγρέω=αἱρέω): to be taken back, revocable, Il. 1.526†.
Greek Monolingual
παλινάγρετος, -ον (Α)
1. αυτός που ανακαλείται («(ἔπος) παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος
3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -άγρετος (< ἀγρῶ «κυριεύω», πρβλ. αυτ-άγρετος].
Greek Monotonic
πᾰλῐνάγρετος: -ον (ἀγρέω), αυτός που στέλνεται πίσω ή ανακαλείται, ἔπος οὐ παλινάγρετον, αμετάκλητος λόγος, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλινάγρετος -ον [πάλιν, ἀγρέω] herroepbaar.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλινάγρετος: могущий быть снова пойманным: ἔπος οὐ παλινάγρετον Hom. безвозвратное, т. е. нерушимое слово.
Middle Liddell
πᾰλῐν-άγρετος, ον, ἀγρέω
to be taken back or recalled, ἔπος οὐ παλινάγρετον an irrevocable word, Il.