ἐτώσιος: Difference between revisions
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐτώσιος]], -ον (Α)<br />(επικ. επίθ.)<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[άσκοπος]] («[[βέλος]] ὠκὺ ἐτώσιον [[ἔκφυγε]] χειρός», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανωφελής]], [[άχρηστος]], [[περιττός]] («σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φθάσει εις [[πέρας]], [[ανεκτέλεστος]], [[ατέλειωτος]] («τὸ δ' [[ἔργον]] ἐτώσιον [[αὖθι]] λίποιεν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ψεύτικος]], [[προσποιητός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) <i>ἐτώσιον</i><br />[[μάταια]], ανώφελα, τοῦ [[κάκου]]<br />β) (και στον πληθ.) <i>ἐτώσια</i><br />άσκοπα («ἐτώσια γηράσκοντας», Απολλ. Ρόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐτωσίως</i><br />[[μάταια]], άσκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ετός]]]. | |mltxt=[[ἐτώσιος]], -ον (Α)<br />(επικ. επίθ.)<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[άσκοπος]] («[[βέλος]] ὠκὺ ἐτώσιον [[ἔκφυγε]] χειρός», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανωφελής]], [[άχρηστος]], [[περιττός]] («σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φθάσει εις [[πέρας]], [[ανεκτέλεστος]], [[ατέλειωτος]] («τὸ δ' [[ἔργον]] ἐτώσιον [[αὖθι]] λίποιεν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ψεύτικος]], [[προσποιητός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) <i>ἐτώσιον</i><br />[[μάταια]], ανώφελα, τοῦ [[κάκου]]<br />β) (και στον πληθ.) <i>ἐτώσια</i><br />άσκοπα («ἐτώσια γηράσκοντας», Απολλ. Ρόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐτωσίως</i><br />[[μάταια]], άσκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ετός]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐτωσιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[бесполезный]] ([[ἄχθος]] ἀρούρης Hom.);<br /><b class="num">2)</b> без пользы пущенный, не попавший в цель ([[βέλος]] Hom.; [[ὀϊστός]] Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> бесплодный, пустой, напрасный, тщетный: δῶρα [[ἐτώσια]] χαρίζεσθαι Hom. понапрасну расточать дары; [[ἐτώσια]] ἀγορεύειν Hes. попусту тратить слова; [[ἔργον]] ἐτώσιον λείπειν Hes. оставить незаконченной, т. е. бросить, прервать работу. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=(ϝετ.): [[fruitless]], [[vain]]; [[ἔγχος]], βέλεα, δῶρα, [[ἄχθος]], Il. 3.368, Ω 2, Il. 18.104. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:36, 8 February 2022
English (LSJ)
ον, (ἐτός A) Ep. Adj. A to no purpose, fruitless, βέλος ὠκὺ ἐ. ἔκφυγε χειρός Il.14.407; ἐτώσια πίπτει ἔραζε [βέλεα] 17.633; τὰ δὲ πάντα ἐ. θῆκεν Ἀθήνη made them fruitless, Od.22.256; δῶρα δ' ἐ. ταῦτα χαρίζεο 24.283; useless, unprofitable, ἐ. ἄχθος ἀρούρης Il.18.104; ἐ. πόλλ' ἀγορεύειν Hes.Op.402; ἔργον ἐ. λιπεῖν to leave it undone, ib. 440; ἐτώσια χερσὶ προδεικνύς, i.e. making mere feints, not real blows, Theoc.22.102: masc., first in Id.25.236 (ὀϊστός): fem., Orph.L. 539: neut. ἐτώσιον, as Adv., Id.A.700; pl., ἐτώσια γηράσκοντας A.R. 2.893, cf. Theoc.1.38: regul. Adv. -ίως Sch.Ar.Ec.246.
German (Pape)
[Seite 1053] ον (ἐτός), vergeblich, ohne Erfolg, ohne Wirkung, von dem vergeblich abgeschossenen Pfeil, ὅττι ῥά οἱ βέλος όξὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός Il. 14, 407; τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη Od. 22, 256, ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης, eine unnütze Last der Erde, Il. 18, 104; χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις Hes. O. 400; sp. D., wie Theocr. 25, 236; Ap. Rh. 2, 893; Orph. Arg. 698. – Adv. ἐτωσίως, Schol. Ar. Eccl. 246, wie Schol. Il. 3, 368.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτώσιος: -ον, (ἐτὸς ἐπίρρ.): Ἐπικ. ἐπίθ., μάταιος, ἄσκοπος, ἄλογος, ἀνωφελής, Λατ. irritus, ὅττι ῥὰ οἱ βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρὸς Ἰλ. Ξ. 407· ἐτώσια πίπτει ἔραζε τὰ βέλη Ρ. 633· τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη, ἄνευ ἀποτελέσματος, Ὀδ. Χ. 256, 273· δῶρα δ’ ἐτώσιᾳ ταῦτα χαρίζεο Ω, 283: - ἐντεῦθεν, ἄχρηστος, ἀνωφελής, περιττὸς, ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης Ἰλ. Σ. 104· ἐτώσια πόλλ’ ἀγορεύειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 400· ἔργον ἐτ. λείπειν, λείπειν αὐτὸ ἀτέλεστον, αὐτόθι 438· ἐτώσια χερσὶ προδεικνύς, ὃ ἐστιν ἁπλῶς προσποιούμενος ὅτι θὰ κτυπήσῃ χωρὶς νὰ πράττῃ τοῦτο, Θεόκρ. 22. 102· ὡς ἀρσ., πρῶτον παρὰ Θεοκρ. 25. 236· ὡς θηλ. ἐν Ὀρφ. Λιθ. 533. - Οὐδ. ἐτώσιον, ὡς Ἐπίρρ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀργ. 698· ἐτώσια Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 893· ὁμαλὸν Ἐπίρρ. -ίως. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 246.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vain, inutile.
Étymologie: ἐτός.
Greek Monolingual
ἐτώσιος, -ον (Α)
(επικ. επίθ.)
1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.)
2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις», Ησίοδ.)
3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ' ἔργον ἐτώσιον αὖθι λίποιεν», Ησίοδ.)
4. ψεύτικος, προσποιητός
5. (το ουδ. ως επίρρ.) α) ἐτώσιον
μάταια, ανώφελα, τοῦ κάκου
β) (και στον πληθ.) ἐτώσια
άσκοπα («ἐτώσια γηράσκοντας», Απολλ. Ρόδ.).
επίρρ...
ἐτωσίως
μάταια, άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ετός].
Russian (Dvoretsky)
ἐτωσιος:
1) бесполезный (ἄχθος ἀρούρης Hom.);
2) без пользы пущенный, не попавший в цель (βέλος Hom.; ὀϊστός Theocr.);
3) бесплодный, пустой, напрасный, тщетный: δῶρα ἐτώσια χαρίζεσθαι Hom. понапрасну расточать дары; ἐτώσια ἀγορεύειν Hes. попусту тратить слова; ἔργον ἐτώσιον λείπειν Hes. оставить незаконченной, т. е. бросить, прервать работу.
English (Autenrieth)
(ϝετ.): fruitless, vain; ἔγχος, βέλεα, δῶρα, ἄχθος, Il. 3.368, Ω 2, Il. 18.104.
Greek Monotonic
ἐτώσιος: -ον (ἐτός, επίρρ.), μάταιος, άσκοπος, ανωφελής, Λατ. irritus, ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
See also: s. 1. ἐτός.
Middle Liddell
ἐτώσιος, ον ἐτός adv.]
fruitless, useless, unprofitable, Lat. irritus, ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης Il., etc.
Frisk Etymology German
ἐτώσιος: {etṓsios}
See also: s. 1. ἐτός.
Page 1,584